Τι σημαίνει το trovarsi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trovarsi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trovarsi στο Ιταλικό.

Η λέξη trovarsi στο Ιταλικό σημαίνει βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, πέφτω πάνω σε κτ, βρει, πετυχαίνω, βλέπω, συναντώ τυχαία, ανακαλύπτω, εφευρίσκω, αναζητώ, ψάχνω, βρίσκω, -, βρίσκω, ανακαλύπτω, αντιμετωπίζω, σχεδιάζω, εντοπίζω, εντοπίζω, ανακαλύπτω, κανονίζω να κάνει κπ κτ, συνδέω, βρίσκω, έχω, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, εντοπίζω, βρίσκω χρόνο, καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω, συγκεντρώνομαι, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, βρίσκω τρόπο να, βρίσκω χρόνο για κπ/κτ, βρίσκω τη χρυσή τομή, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, βρίσκω τον δρόμο μου, βρίσκω πάτημα για το πόδι μου, αποδεικνύω σχέση μεταξύ, κλείνω μια συμφωνία, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, παρηγορούμαι, βρίσκω παρηγοριά, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, βρίσκω δουλειά, βρίσκω την αληθινή αγάπη, βρίσκω το κουράγιο, φαίνομαι καλά, επισκέπτομαι, βρίσκω χρόνο για κτ, προσανατολίζομαι, βρίσκω το κουράγιο, βρίσκω δουλειά, λύνω προβλήματα, έρχομαι, έρχομαι, περνάω, περνώ, περνάω, μεταστεγάζω, μετεγκαθιστώ, χρησιμοποιώ ως δικαιολογία, ως πρόσχημα, βρίσκω χρόνο, δυσκολεύομαι, βρίσκω ατέλειες, βρίσκω χρόνο για κτ, πέφτω πάνω σε κτ, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, ξεκαθαρίζω, δυσεύρετος, κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαι, βρίσκω καταφύγιο, βρίσκω χρόνο να κάνω κτ, βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ, επισκέπτομαι, βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ, βρίσκω ατέλειες σε κτ, βρίσκω λάθη σε κτ, βρίσκω τον δρόμο μου, τα βρίσκω στη μέση, πασχίζω να θυμηθώ, κάνω συμφωνία με κπ, έρχομαι, περνάω, περνώ, λύνω, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο, χωράω, βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω, έχω απήχηση, αποδεικνύω σχέση, πασχίζω να πω κτ, κάνω σύντομη επίσκεψη, βρίσκω χρόνο για κπ/κτ, λύνω, -, βρες το πάθος στη ζωή σου, επιστρέφω σπίτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trovarsi

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale (τυχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ieri ho trovato dieci dollari per strada.
Χθες βρήκα στον δρόμο δέκα δολάρια.

βρίσκω

(ritenere) (κάτι ή κάποιον ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trovo la musica moderna piuttosto monotona.
Βρίσκω τη σύγχρονη μουσική μάλλον μονότονα επαναλαμβανόμενη.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lasciate tutto esattamente come l'avete trovato.
Άφησε τα πάντα ακριβώς όπως τα βρήκες.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È un problema e dobbiamo trovare una soluzione.
Αυτό είναι πρόβλημα και πρέπει να βρούμε λύση.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho incontrato John alla stazione che aspettava un taxi.
Βρήκα τον Τζον στον σταθμό να περιμένει ταξί.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La scorsa settimana ho perso il mio telefono ma l'ho ritrovato questa mattina.
Έχασα το τηλέφωνό μου την προηγούμενη εβδομάδα αλλά το ξαναβρήκα σήμερα το πρωί.

πέφτω πάνω σε κτ

(qualcosa per caso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρει

verbo transitivo o transitivo pronominale (απαρέμφατο του βρίσκω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avevamo trovato un dollaro per terra.
Είχαμε βρει ένα δολάριο στο έδαφος.

πετυχαίνω

(per caso) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Βρήκαμε αυτά τα παλιά νομίσματα στον κήπο μας, ενώ σκάβαμε στο κομμάτι με τα λαχανικά.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi piacerebbe andare a trovare zia June questo weekend.
Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο.

συναντώ τυχαία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho trovato questa citazione di Oscar Wilde studiando un altro autore. Durante il weekend degli scrittori, ho incontrato un tipo pieno di contatti utili in campo editoriale.
Συνάντησα τυχαία αυτό το απόσπασμα από τον Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ μελετούσα έναν άλλο συγγραφέα. Στην εκδήλωση για τους συγγραφείς το Σαββατοκύριακο συνάντησα τυχαία έναν τύπο με πολλές χρήσιμες επαφές στον κλάδο των εκδόσεων.

ανακαλύπτω, εφευρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho scoperto un ottimo modo per risparmiare: starsene tutto il giorno a letto!
Ανακάλυψα έναν υπέροχο τρόπο για να εξοικονομήσω χρήματα: να μείνω στο κρεβάτι όλη μέρα!

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rabdomanzia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Visto che il ruscello si stava prosciugando, l'agricoltore ha assunto una persona per trovare correnti d'acqua sotterranee nei suoi campi.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale (coraggio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sono riuscita a trovare il coraggio di chiedergli un appuntamento.
Δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο για να του ζητήσω να βγούμε.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha trovato il suo padre naturale.
Εντόπισε τον βιολογικό του πατέρα.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La città si è sviluppata dopo che qualcuno ci ha trovato l'oro.

ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ragazzi hanno scoperto un forziere con un tesoro sull'isola.
Τα αγόρια ανακάλυψαν ένα σεντούκι με θησαυρό στο νησί.

αντιμετωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si è imbattuto in alcuni problemi in quella zona remota.
Συνάντησε πολλά προβλήματα στον απομακρυσμένο τόπο.

σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aiutami a escogitare un modo per non farla sedere vicino a me.

εντοπίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La posse usò dei segugi per scovare il fuggiasco.

εντοπίζω, ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda del gas sta cercando di localizzare l'origine della perdita.
Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής.

κανονίζω να κάνει κπ κτ

(evento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Κανόνισαν να έρθει μια μπέιμπι σίτερ για να προσέξει τα παιδιά.

συνδέω

(κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen alla fine rintracciò lo strano odore nella pila di vestiti sul pavimento della stanza della figlia adolescente.
Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Può raggiungermi per telefono o e-mail.

έχω

(ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλύπτω

(idea)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανιχνεύω, εντοπίζω

(sensore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scanner di sicurezza ha rilevato qualcosa di strano.
Ο σαρωτής ασφαλείας εντόπισε κάτι περίεργο.

βρίσκω χρόνο

(tempo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi liberarti un po' per passare del tempo con lei?

καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scrittore si sforzava di concludere il suo complesso racconto.

συγκεντρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meditare ogni mattina mi aiuta a concentrarmi.

φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω τρόπο να

(informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono riusciti in qualche modo ad arrivare ore prima di noi.

βρίσκω χρόνο για κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho l'agenda piena, ma per te posso trovare il tempo.

βρίσκω τη χρυσή τομή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi trovare un buon compromesso fra i videogiochi e i compiti per casa.

βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non so come, ma troverò un modo.

βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al momento il problema sembra irrisolvibile, ma sono sicuro che troverai la risposta prima o poi.

βρίσκω τον δρόμο μου

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω πάτημα για το πόδι μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (letteralmente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo aver frenato la caduta, riuscì a trovare un appiglio per poter ricominciare la scalata.

αποδεικνύω σχέση μεταξύ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli scienziati hanno trovato un legame tra il fumo e il cancro ai polmoni.

κλείνω μια συμφωνία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'uomo d'affari portò il socio fuori a pranzo per chiudere un affare.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cos'è più importante, la produttività o la qualità? Si tratta di trovare un compromesso.

παρηγορούμαι, βρίσκω παρηγοριά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi consola sapere che hai fatto del tuo meglio.

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il senatore ha cercato di mediare tra le due versioni del disegno di legge.

βρίσκω δουλειά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho bisogno di trovare un lavoro che renda bene.
Πρέπει να βρω μια δουλειά που να πληρώνει καλά.

βρίσκω την αληθινή αγάπη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il teenager romantico spera di trovare il vero amore

βρίσκω το κουράγιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φαίνομαι καλά

verbo transitivo o transitivo pronominale

επισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω χρόνο για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non ho ancora trovato il tempo di fare nessuna delle cose che avevo in programma per oggi.

προσανατολίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nell'oscura foresta, il gruppo di ricerche aveva difficoltà nel trovare i propri punti di riferimento.

βρίσκω το κουράγιο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω δουλειά

verbo transitivo o transitivo pronominale

λύνω προβλήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se passi a trovarmi dopo possiamo fare i compiti insieme.
Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας.

έρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lui non passa spesso a trovarci.
Δεν περνάει συχνά.

περνάω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάνω ανεπίσημη επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter è passato a trovarmi oggi pomeriggio.
Πέρασε ο Πίτερ νωρίτερα το απόγευμα.

περνάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταστεγάζω, μετεγκαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha assegnato un nuovo alloggio ai cittadini dopo il tornado.

χρησιμοποιώ ως δικαιολογία, ως πρόσχημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω χρόνο

verbo transitivo o transitivo pronominale (για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho molto da fare, ma cercherò di trovare tempo per vederti.

δυσκολεύομαι

(με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω ατέλειες

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

βρίσκω χρόνο για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill alla fine ha trovato il tempo per lavare i piatti.

πέφτω πάνω σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'altra notte ho scoperto per caso un vecchio album di foto.

αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando si trasferì in una nuova città, decise di cercare persone che la pensassero come lei.
Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της.

ξεκαθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io ed Ella abbiamo finalmente discusso i dettagli del nostro business plan.

δυσεύρετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si è affermata nel mondo del teatro dopo aver sostituito l'attrice femminile di punta che si era ammalata.

βρίσκω καταφύγιο

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si consolò pensando che in effetti anche tutti gli altri colleghi avevano avuto difficoltà col progetto.

βρίσκω χρόνο να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questa parete è sudicia, devo trovare il tempo di imbiancarla.

βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επισκέπτομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non vedo i miei genitori da Natale. È ora di andare a trovarli.

βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω ατέλειες σε κτ, βρίσκω λάθη σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω τον δρόμο μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα βρίσκω στη μέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πασχίζω να θυμηθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si sforzò di trovare le parole più adatte per esprimere i suoi sentimenti.

κάνω συμφωνία με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι, περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se passi a trovarmi questa sera guarderemo un film insieme.
Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί.

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lavorando insieme, i programmatori risolsero il problema con il codice.

βρίσκω χρόνο για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Molte persone si lamentano di non trovare tempo per la lettura.

βρίσκω χρόνο

(να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωράω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Credo che riusciremo a trovare posto per uno in più a questo tavolo.
Νομίζω ότι μπορούμε να χωρέσουμε έναν ακόμα σε αυτό το τραπέζι.

βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω απήχηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le sue idee trovavano il favore dell'uditorio di accademici.

αποδεικνύω σχέση

verbo transitivo o transitivo pronominale

La polizia ha trovato un collegamento tra l'auto rubata e la rapina di ieri.

πασχίζω να πω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi ha chiesto se avevo bisogno di qualcos'altro e non riuscivo a trovare le parole giuste.
Με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο και πάσχισα να βρω τις σωστές λέξεις.

κάνω σύντομη επίσκεψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John è andata a trovare Mary mentre era all'ospedale.
Ο Τζον έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Μαίρη, ενώ αυτή ήταν στο νοσοκομείο.

βρίσκω χρόνο για κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho parecchio da fare, ma credo che troverò tempo per il cinema stasera.
Είμαι αρκετά απασχολημένος, αλλά νομίζω ότι θα βρω χρόνο για μια ταινία απόψε.

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno molti problemi da risolvere nel loro matrimonio. // I rapporti tra la dirigenza e il sindacato sono molto tesi. Non si capisce come riusciranno a trovare una soluzione a questa controversia.
Πρέπει να λύσουν πολλά προβλήματα στον γάμο τους.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È venuta a farmi visita a casa.
Ήρθε σπίτι μου. Πήγα με το αυτοκίνητο στο γραφείο για να πάρω κάτι φακέλους.

βρες το πάθος στη ζωή σου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστρέφω σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo piccione è sempre il più veloce a tornare a casa.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trovarsi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.