Τι σημαίνει το stupendo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stupendo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stupendo στο Ιταλικό.

Η λέξη stupendo στο Ιταλικό σημαίνει εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, φοβερός, απίθανος, τέλειος, εντάξει, απίστευτα, ωραίος, όμορφος, πανέμορφος, εκθαμβωτικός, θαυμάσιος, εξαιρετικός, υπέροχος, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, όμορφος, ωραίος, ωραίος, όμορφος, υπέροχος, τέλειος, φανταστικός, απίθανος, άριστος, λαμπρός, εξαιρετικός, ωραίος, υπέροχος, όμορφος, απίστευτος, τρομερός, απίθανος, θεϊκός, υπέροχος, θαυμάσιος, γαμάτος, γαμηστερός, γαμιστερός, τζαμάτος, γαμάτος, υπέροχος, καταπληκτικός, απίθανος, απίστευτος, φανταστικός, τέλειος, σαστίζω, συγχύζω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, κάνω έκπληξη, τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, εκπλήσσω, καταπλήσσω, υπέροχα, ωραία!, τέλεια!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stupendo

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

aggettivo (estetica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel Collie di razza pura è un cane stupendo.

εκπληκτικός, καταπληκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo quadro è un meraviglioso esempio dello stile romantico.

φοβερός, απίθανος, τέλειος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Randall ha appena comprato una macchina stupenda.

εντάξει

Penso che il tuo piano sia assolutamente perfetto!

απίστευτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα παιδιά πέρασαν απίστευτα καλά στο τσίρκο.

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Che vista meravigliosa sul mare!
Τι ωραία (or: όμορφη) θέα στη θάλασσα!

πανέμορφος

aggettivo (di persona) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una magnifica ragazza.
Είναι πανέμορφο κορίτσι.

εκθαμβωτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ragazza era splendida.
Η νεαρή γυναίκα ήταν εντυπωσιακή.

θαυμάσιος, εξαιρετικός, υπέροχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha fatto una performance meravigliosa e ha concesso due bis.
Έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία και έκανε δύο ανκόρ.

τέλειος, φανταστικός, φοβερός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όμορφος, ωραίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tua figlia è stupenda.
Η κόρη σου είναι ωραία (or: όμορφη) κοπέλα.

υπέροχος

aggettivo (di cosa) (μέρα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una giornata magnifica.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πανέμορφο το καινούριο σου δαχτυλίδι!

τέλειος, φανταστικός, απίθανος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harry ha una nuova auto stupenda.
Ο Χάρι πήρε ένα φανταστικό καινούριο αυτοκίνητο.

άριστος, λαμπρός, εξαιρετικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua prestazione eccezionale nella gara le è valsa una medaglia.
Η άριστη επίδοση στον αγώνα τής χάρισε ένα μετάλλιο.

ωραίος, υπέροχος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stata una giornata meravigliosa.
Ήταν μια ωραία μέρα.

απίστευτος, τρομερός, απίθανος, θεϊκός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La banda si esibì in un concerto fantastico, che fece colpo su tutti i critici.

υπέροχος, θαυμάσιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo trascorso una giornata fantastica al mare.
Περάσαμε μια θαυμάσια μέρα στην παραλία.

γαμάτος, γαμηστερός, γαμιστερός, τζαμάτος

(αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La sua auto nuova è favolosa!
Το καινούργιο του αμάξι είναι και το πρώτο!

γαμάτος

(colloquiale) (αργκό, χυδαίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπέροχος, καταπληκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pasticceria aveva una stupenda esposizione di torte e paste nella vetrina anteriore.

απίθανος, απίστευτος, φανταστικός, τέλειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαστίζω, συγχύζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pugile ha stordito l'avversario con un gancio destro.

εκπλήσσω, καταπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (προκαλώ κατάπληξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il costo del matrimonio mi ha sorpreso davvero.
Το κόστος του γάμου πραγματικά με κατέπληξε.

εκπλήσσω, καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mago mi sorprese con le sue illusioni.

εκπλήσσω, καταπλήσσω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (έκπληξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω έκπληξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina è delusa dal fatto che il marito non la sorprenda mai.
Η Τίνα είναι απογοητευμένη που ο σύζυγός της δεν της κάνει ποτέ εκπλήξεις.

τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό

(μτφ: εκπλήσσομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκπλήσσω, καταπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily era sbalordita dalla gentilezza dei suoi amici.
Η Έμιλι συγκλονίστηκε από την καλοσύνη της φίλης της.

υπέροχα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ωραία!, τέλεια!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stupendo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.