Τι σημαίνει το strano στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης strano στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strano στο Ιταλικό.

Η λέξη strano στο Ιταλικό σημαίνει περίεργος, παράξενος, πασέ, παράξενος, περίεργος, ξένος, περίεργος, παράξενος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος, αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, καινούριος, διαφορετικός, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, ανώμαλος, ξένος, εκκεντρικός, ασυνήθιστος, σπάνιος, εκκεντρικός, ιδιόρυθμος, αλλόκοτος, παράδοξος, τρελός, παλαβός, ασυνήθιστος, λοξός, λοξή, βιτσιόζικος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, παράξενος, περίεργα, απαίσιος, κουλό, κουφό, παράξενα, περίεργα, αλλόκοτα, ηλίθιος, Παράξενο!, παράξενος, περίεργος, παραδόξως, περιέργως, παραδόξως, περιέργως, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, τρελός, περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος, παράξενη εξωτερική εμφάνιση, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, τα χάνω, παράξενος, πιο παράξενος, πιο περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης strano

περίεργος, παράξενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È rimasto a casa di venerdì sera? Che strano.
Έμεινε σπίτι Παρασκευή βράδυ; Περίεργο (or: παράξενο)...

πασέ

sostantivo maschile (di persona)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παράξενος, περίεργος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È strano che dopo il lavoro non sia andata direttamente a casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο καθηγητής έκανε κάτι κουλό χτες· δεν μας έβαλε ασκήσεις για το σπίτι.

ξένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È che mi sento strano in quel posto.

περίεργος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Uno dei pasticcini aveva una forma strana.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν πολύ ασυνήθιστη η συμπεριφορά του σήμερα.

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Patricia osservò il vaso che attraversava la stanza di sua spontanea volontà. "Beh, che cosa insolita" pensò.
Η Πατρίσια είδε το βάζο να πετάει μέσα στο δωμάτιο από μόνο του. «Λοιπόν, αυτό είναι περίεργο,» σκέφτηκε.

τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La voglia sulla gamba di Betty ha un colore strano.

αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si occupa di qualche strano affare con macchine usate.
Ασχολείται με μια παράξενη δουλειά με μεταχειρισμένα αμάξια.

περίεργος, παράξενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È strano incontrarli così per caso durante le vacanze.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν είναι κουλό που σε μια τόσο μεγάλη παραλία βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα την καθηγήτριά μας;

περίεργος, παράξενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo sentito dei suoni strani fuori!
Ακούσαμε κάτι παράξενους ήχους έξω!

καινούριος, διαφορετικός

(ασυνήθιστος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ananas in un panino al prosciutto? È strano.
Ανανάς σε σάντουιτς με ζαμπόν; Να κάτι καινούριο (or: διαφορετικό).

παράξενος, περίεργος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo abbigliamento è strano, con linee fuori moda e troppa pelliccia.
Τα ρούχα της είναι παράξενα, με ξεπερασμένες γραμμές και πολλή γούνα.

αλλόκοτος, παράξενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il Ciclope ha un aspetto così strano, con un solo occhio sulla fronte.
Ο Κύκλωπας φαίνεται τόσο παράξενος με μόνο ένα μάτι στο μέτωπό του.

περίεργος, παράξενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è qualcosa di strano in quell'uomo laggiù.

περίεργος, παράξενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel tipo è un po’ strambo. Andiamocene.

περίεργος, παράξενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Che strano! Chi se lo sarebbe mai aspettato?

ανώμαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκκεντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non è un po' stravagante indossare un cappello a tavola per cena?

ασυνήθιστος, σπάνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Linda era felice di avere il ruolo inconsueto di hostess.

εκκεντρικός, ιδιόρυθμος

(colloquiale: strano)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel tizio, Howard Hughes è proprio fuori!

αλλόκοτος, παράδοξος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un gatto a tre zampe? Che strano!
Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)!

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi è successo qualcosa di stravagante oggi venendo al lavoro.

ασυνήθιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λοξός, λοξή

(colloquiale, spregiativo) (καθομ, μειωτικό, μτφ)

Brian è un tipo strano: se fossi in te starei alla larga da lui.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι κάνει η ζουρλοπαντιέρα ο θείος σου; Ακόμα έτσι ιδιόρρυθμος είναι;

βιτσιόζικος

aggettivo (pratiche erotiche: non banale) (συνήθεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Tom piace farlo strano.
Στον Τομ αρέσουν κάτι βιτσιόζικα πράγματα.

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel ragazzo era un po' strano: continuava a chiedere l'ora.
Αυτός ο τύπος ήταν πολύ παράξενος. Ρωτούσε συνέχεια την ώρα.

περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le opere d'arte sono affascinanti, ma l'esposizione è strana.
Τα έργα τέχνης είναι εξαιρετικά, αλλά η έκθεσή τους είναι περίεργη.

περίεργος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è uno strano tipo con un costume da clown per strada.
Υπάρχει ένας περίεργος άνδρας που φορά ένα κουστούμι κλόουν στο δρόμο.

περίεργα

(malessere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si sentiva giù quel giorno. Forse per quello che aveva mangiato la sera prima a cena.

απαίσιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Soffriva di tremendi incubi bizzarri.

κουλό, κουφό

(αργκό, μεταφορικά)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Carly suona l'oculele? Assurdo!

παράξενα, περίεργα, αλλόκοτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Συμπεριφέρεται παράξενα και αρνείται να φάει ό,τι και να μαγειρεύω.

ηλίθιος

(figurato, colloquiale) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Παράξενο!

interiezione (καθομ: για κατάσταση)

Andrea ti ha regalato una bottiglia di vino nonostante tu sia astemio? Strano!
Η Άντρεα σου έφερε ένα μπουκάλι κρασί ενώ δεν πίνεις αλκοόλ; Κουλό!

παράξενος, περίεργος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραδόξως, περιέργως

(επίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stranamente nella sua risposta non ha considerato la mia domanda.
Παραδόξως (or: περιέργως), στην απάντησή της δεν ανέφερε ότι γνωρίζε την ερώτησή μου.

παραδόξως, περιέργως

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'uomo camminava in modo strano, come se il suo piede gli facesse molto male.

παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Strano a dirsi ma fino a oggi non ho mai messo piede in una chiesa.

τρελός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος

sostantivo maschile (informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il tuo nuovo collega mi sembra un tipo strano.

παράξενη εξωτερική εμφάνιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τα χάνω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

παράξενος

(fatto curioso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ecco una curiosità: le sue chiavi sono qui, ma la sua borsa non c'è più.
Τι κουλό κι αυτό! Τα κλειδιά της είναι εδώ, αλλά η τσάντα της λείπει.

πιο παράξενος, πιο περίεργος

aggettivo (συγκριτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nave aliena era strana, ma quello che c'era dentro era ancora più strano.

παράξενος, περίεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, αλλόκοτος

sostantivo maschile (colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'uomo che vive in quella casa è un tipo strambo.
Ο άντρας που ζει σε εκείνο το σπίτι είναι παράξενος (or: αλλόκοτος).

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strano στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.