Τι σημαίνει το staging στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης staging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του staging στο Αγγλικά.
Η λέξη staging στο Αγγλικά σημαίνει οργάνωση, ανέβασμα, σκηνή, στάδιο, σκέλος, σκηνοθετώ, ανεβάζω, θέατρο, τμήμα, αντικειμενοφόρος πλάκα, θεατρικός, διοργανώνω, διεξάγω, πραγματοποιώ, δοκιμαστικό περιβάλλον, σταθμός ανάπαυσης, σταθμός ανάπαυσης, εκτελεστικά δικαιώματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης staging
οργάνωσηnoun (figurative (preparation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The staging of Helen's dinner party was perfect. |
ανέβασμαnoun (theatre) (έργου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The staging of the play was beautifully done. |
σκηνήnoun (raised performance area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The stage was raised one metre above the audience. Η σκηνή είχε ανυψωθεί ένα μέτρο πάνω από το κοινό. |
στάδιοnoun (step in a process) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are twenty separate stages in this process. Αυτή η διαδικασία έχει είκοσι ξεχωριστά στάδια. |
σκέλοςnoun (stretch of a race) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) At the end of the third stage, he was leading the bike race. |
σκηνοθετώtransitive verb (artificially arrange) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The enemy had staged the crimes to make us look guilty. Ο εχθρός είχε στήσει έτσι τα εγκλήματα ώστε να φαινόμαστε ένοχοι εμείς. |
ανεβάζωtransitive verb (put on: a play) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The theatre troupe staged a comedy last autumn. |
θέατροnoun (uncountable (theater as a profession) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Her interest in the stage led her to study theatre at university. |
τμήμαnoun (part of a rocket) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The old rockets had multiple stages that fell to earth after the fuel was used in each. |
αντικειμενοφόρος πλάκαnoun (microscope platform) It's important to keep the stage clean so nothing interferes with the slide. |
θεατρικόςnoun as adjective (theatrical) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The stage actor did not want to work in films. |
διοργανώνωtransitive verb (arrange: an event) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The community stages a festival each spring. |
διεξάγω, πραγματοποιώtransitive verb (carry out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army is set to stage an invasion tomorrow. |
δοκιμαστικό περιβάλλονnoun (web development: test server) (ανάπτυξη ιστοσελίδων) |
σταθμός ανάπαυσηςnoun (troop assembly area before setting off) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σταθμός ανάπαυσηςnoun (any area of assembly before setting off) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εκτελεστικά δικαιώματαplural noun (authorization to perform or host [sth]) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του staging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του staging
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.