Τι σημαίνει το square στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης square στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του square στο Αγγλικά.

Η λέξη square στο Αγγλικά σημαίνει τετράγωνο, πλατεία, τετράγωνος, ορθή, στην ίδια ευθεία, τετραγωνικός, ειλικρινής, παλιομοδίτης, πάτσι, πάτσι, ορθογωνιόμετρο, τετράγωνο, τετράγωνο, τετραγωνίζω, υψώνω στο τετράγωνο, υψώνω στη δευτέρα, ισιώνω, εναρμονίζω, διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ, τακτοποιώ, συμμαζεύω, ετοιμάζομαι για αγώνα, φέρνω κτ σε ορθή γωνία, τα βρίσκω, συμφωνώ με κτ, συμβαδίζω με κτ, αγκύλη, στατιστικός έλεγχος χ στο τετράγωνο, κατανομή κατά Χ στο τετράγωνο, στατιστικός έλεγχος του Χ2, δίκαια, παιχνίδι 4x4, τετράγωνος, που υποστηρίζει σθεναρά, τετράγωνο κτίριο, σθεναρά, δοκιμαστικό, βάζω τα πράγματα σε τάξη, δε συμφωνώ με κτ, δεν συμβαδίζω με κτ, πλατεία, μέση τετραγωνική ρίζα, γνώμονας, είδος αμερικανικού χορού στον οποίο τέσσερα ζευγάρια χορεύουν αντικριστά, αντικριστός αμερικανικός παραδοσιακός χορός, δίκαιη/ίση μεταχείριση/ευκαιρία, τετραγωνικό πόδι, εμβαδόν, τετραγωνικό χιλιόμετρο, θρεπτικό γεύμα, τετραγωνικό μέτρο, τετραγωνικό μίλι, τετραγωνικό χιλοστό, η αρχή, σαν τη μύγα μες στο γάλα, ρίζα, που έχει τετράγωνο πρόσωπο, με τετράγωνα ιστία, με τετράγωνα πανιά, Ταυ, κεντρική πλατεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης square

τετράγωνο

noun (shape: four equal sides)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tony drew a square on the paper.
Ο Τόνι σχεδίασε ένα τετράγωνο στο χαρτί.

πλατεία

noun (public place: plaza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The square was popular with the tourists because of its cafes and surrounding buildings.
Η πλατεία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους τουρίστες, λόγω των καφετεριών και των γύρω κτιρίων.

τετράγωνος

adjective (with four equal sides)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My wife prefers square tables, while I prefer them to be longer.
Η γυναίκα μου προτιμά τα τετράγωνα τραπέζια ενώ εμένα μ' αρέσουν τα μακρόστενα.

ορθή

adjective (with right angles) (γωνία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Because the building was triangular, none of the corners was square.
Καθώς το κτίριο ήταν τριγωνικό, καμία γωνία δεν ήταν ορθή.

στην ίδια ευθεία

adjective (straight, level)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Is this picture square with the other one?

τετραγωνικός

adjective (measure: in area)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The apartment was 100 square meters in size.
Το διαμέρισμα είχε επιφάνεια 100 τετραγωνικών μέτρων.

ειλικρινής

adjective (figurative, informal (honest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you being square with me? I certainly hope so.
Μου λες την αλήθεια; Το ελπίζω πραγματικά.

παλιομοδίτης

adjective (figurative, slang (person: conventional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is so square that he wouldn't even enjoy this music.

πάτσι

adjective (informal (on equal terms) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hit you once, then you hit me back; I guess we're square now.

πάτσι

adjective (informal (no longer in debt) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Here's your money. Are we square now?
Ορίστε τα χρήματά σου. Είμαστε πάτσι τώρα;

ορθογωνιόμετρο

noun (tool for carpentry, design)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The architect used a plastic square to draw the 90-degree angle.

τετράγωνο

noun (chess, checkers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In chess, a pawn can advance two squares on its first move.

τετράγωνο

noun (mathematics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The square of 3 is 9.

τετραγωνίζω

transitive verb (make square)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I squared off the planks to make them even.

υψώνω στο τετράγωνο, υψώνω στη δευτέρα

transitive verb (math: multiply a number by itself) (μαθηματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Three squared is nine.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ποιος ξέρει να υψώσει το 12 στο τετράγωνο χωρίς κομπιουτεράκι;

ισιώνω

transitive verb (shoulders: set)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army recruit squared his shoulders when the sergeant entered the room.

εναρμονίζω

transitive verb (informal (reconcile) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He squared his actions with his beliefs.

διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ

transitive verb (informal (settle) (κάτι με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I won't feel better until I've squared things with my brother.

τακτοποιώ, συμμαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (US, informal (get sorted)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζομαι για αγώνα

phrasal verb, intransitive (prepare to fight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boxers squared off before the referee blew the whistle.

φέρνω κτ σε ορθή γωνία

phrasal verb, transitive, separable (angles: make straight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα βρίσκω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (settle a bill) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can you pay the bill? I'll square it up with you later.

συμφωνώ με κτ, συμβαδίζω με κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal (be consistent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The evidence doesn't square with the defendant's story.

αγκύλη

noun (usually plural (punctuation: square parenthesis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In academic essays, in-text citations are often in brackets.
Στα ακαδημαϊκά κείμενα, οι παραπομπές μέσα στο κείμενο είναι συχνά σε αγκύλες.

στατιστικός έλεγχος χ στο τετράγωνο

noun (mathematical statistic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατανομή κατά Χ στο τετράγωνο

noun (mathematics: probability) (μαθηματικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στατιστικός έλεγχος του Χ2

noun (mathematics: statistical test) (μαθηματικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We will use a chi-square test to see if the actual statistical distribution fits the theoretical distribution.
Θα χρησιμοποιήσουμε έναν στατιστικό έλεγχο του Χ2 για να δούμε αν η πραγματική στατιστική κατανομή ταιριάζει με τη θεωρητική κατανομή.

δίκαια

adverb (win: without cheating)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My nine-year-old daughter played a great game of chess; she beat me fair and square.

παιχνίδι 4x4

noun (US (handball: teams of 4)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τετράγωνος

adjective (building: square in shape)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που υποστηρίζει σθεναρά

adjective (person: resolute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τετράγωνο κτίριο

adverb (building: squarely, solidly)

σθεναρά

adverb (person: resolutely) (για υποστήριξη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δοκιμαστικό

noun (knitting: test square)

Knitting a gauge swatch before you begin a project can save a lot of time and frustration.

βάζω τα πράγματα σε τάξη

verbal expression (informal, figurative (put [sth] in order) (μεταφορικά)

δε συμφωνώ με κτ, δεν συμβαδίζω με κτ

verbal expression (informal (be inconsistent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your tale does not square with the facts as we know them.
Η ιστορία σου δε συμφωνεί με τα γεγονότα όπως τα ξέρουμε.

πλατεία

noun (public place, plaza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a public square in the middle of the town.

μέση τετραγωνική ρίζα

noun (mathematics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The students learnt how to calculate the root mean square of a set of numbers.

γνώμονας

noun (technical drawing tool) (τρίγωνο σχεδίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είδος αμερικανικού χορού στον οποίο τέσσερα ζευγάρια χορεύουν αντικριστά

noun (hoedown, barn dance)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντικριστός αμερικανικός παραδοσιακός χορός

noun (hoedown, barn dancing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίκαιη/ίση μεταχείριση/ευκαιρία

noun (fair opportunity or treatment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τετραγωνικό πόδι

noun (often pl (imperial measure: one foot squared)

The room is only twenty-two square feet; that's not a lot of room for furniture!

εμβαδόν

noun (measurement in feet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τετραγωνικό χιλιόμετρο

noun (usually plural (area: 1km x 1km)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θρεπτικό γεύμα

noun (figurative (nourishing meal)

I eat three square meals a day, plus several snacks.

τετραγωνικό μέτρο

noun (usually plural (area of 1m x 1m)

My garden measures about 30 square meters.

τετραγωνικό μίλι

noun (usually plural (unit of measurement)

τετραγωνικό χιλοστό

noun (usually plural (area of 1mm x 1mm)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The surgeon removed eight square millimetres of tissue from the affected area.

η αρχή

(starting point)

σαν τη μύγα μες στο γάλα

noun (figurative ([sb] who is a misfit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίζα

noun (mathematics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The square root of 64 is 8.

που έχει τετράγωνο πρόσωπο

adjective (having angular jaw)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τετράγωνα ιστία, με τετράγωνα πανιά

adjective (ship: principal sails are square) (ιστιοφόρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ταυ

noun (T-shaped ruler) (χάρακας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κεντρική πλατεία

noun (city's market place or public arena)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του square στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του square

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.