Τι σημαίνει το staccato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης staccato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του staccato στο Ιταλικό.
Η λέξη staccato στο Ιταλικό σημαίνει αφαιρώ, αποσυνδέομαι, αποσυνδέομαι από, παίρνω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ, αποσυνδέω, απομακρύνω από την αποβάθρα, λύνω, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, κόβω, προχωρώ μπροστά, απομακρύνομαι, φεύγω, κόβω, βγάζω, ξύνω κτ από κτ, τραβάω, τραβώ, ξεκολλάω, ξεκολλώ, ξεπερνώ, αποσυμπλέκω, αποσυνδέω, αφαιρώ, απομακρύνω, υπερτερώ, υπερέχω, τραβάω, αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία, απομακρύνω, εκτονώνομαι, χαλαρώνω, σχολάω, βγάζω, κόβω, απομακρύνομαι, που μένει πίσω, κομμένος, αποκομμένος, κομμένος, αποσυνδεδεμένος, αποσυνδέω, κόβω επιταγή, διακόπτω την υποστήριξη, αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ, βγάζω από την πρίζα, ξεπερνώ στο τρέξιμο, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, ξεκολλάω, ξεκολλάω, τερματίζω, διακόπτω, ξεφεύγω, βγάζω κτ από την πρίζα, που σκίζεται, που μπορεί να σκιστεί, σπάω κτ από κτ, σβήνω, πηδάω, απογειώνω, απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα, αφαιρώ, βγάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης staccato
αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John ha staccato il talloncino in calce alla lettera e l'ha rispedito indietro insieme al pagamento. |
αποσυνδέομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποσυνδέομαι απόverbo transitivo o transitivo pronominale |
παίρνω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (με τις άκρες των δαχτύλων) Lucy ha staccato un pezzo di impasto e lo ha messo sulla teglia da forno. Η Λούσυ πήρε ένα κομμάτι από το ζυμάρι των μπισκότων και το έβαλε στο ταψί ψησίματος. |
αποσυνδέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω από την αποβάθραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσυνδέω, διακόπτω παροχή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stacca la corrente dall'interruttore principale prima di partire per le vacanze. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (αφαιρώ κομμάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olga ha staccato un gran pezzo dalla barretta di cioccolato. Ο Όλγα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη σοκολάτα. |
προχωρώ μπροστά, απομακρύνομαι, φεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il velocista staccò il resto dei corridori. Ο σπρίντερ προχώρησε πιο μπροστά από τους άλλους δρομείς. |
κόβω(τηλέφωνο, νερό κ.λπ.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci hanno staccato il telefono perché non abbiamo pagato la bolletta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τηλεφωνική εταιρεία μας έκοψε το τηλέφωνο γιατί δεν πληρώσαμε το λογαριασμό. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Grace ha staccato la corteccia dall'albero. Η Γκρέις έβγαλε τον φλοιό από το δέντρο. |
ξύνω κτ από κτ(με εργαλείο) Ο Χάρυ έξυσε την παλιά μπογιά από την πόρτα πριν εφαρμόσει την καινούρια. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha staccato la coscia dal pollo e ha iniziato a mangiare. |
ξεκολλάω, ξεκολλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il marinaio ha distanziato le altre imbarcazioni nella traversata dell'Atlantico. |
αποσυμπλέκω(la frizione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσυνδέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ann non voleva essere disturbata e quindi ha staccato il telefono. |
αφαιρώ, απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tony aveva difficoltà a rimuovere un pezzo di popcorn dai denti. |
υπερτερώ, υπερέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τραβάω(strati, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: distogliere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτονώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Wendy piace distendersi dopo il lavoro andando a correre. Στην Γουέντι αρέσει να χαλαρώνει μετά τη δουλειά πηγαίνοντας για τρέξιμο. |
χαλαρώνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo il lavoro, bevo un drink per rilassarmi. Μετά την δουλειά πίνω ένα ποτό για να χαλαρώσω. |
σχολάωverbo intransitivo (informale: fine turno lavorativo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando piove il capo ci fa staccare prima. Όταν βρέχει το αφεντικό μάς αφήνει να σχολάσουμε νωρίς απ' τη δουλειά. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (τα φρύδια, με τσιμπιδάκι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Latie si toglie le sopracciglia una volta alla settimana. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spegni la musica. Dobbiamo parlare un po'. Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι. |
απομακρύνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il corridore svedese aveva già distanziato tutti gli avversari al primo giro. |
που μένει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κομμένος, αποκομμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'addetto del cinema mi ha riconsegnato la matrice staccata del biglietto. Ο υπάλληλος του κινηματογράφου μου επέστρεψε το κομμένο εισητήριό μου. |
κομμένος(telefono) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Questo tono significa che stai provando a chiamare un numero scollegato. |
αποσυνδεδεμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Una stampante scollegata non può funzionare, devi attaccarla alla corrente! |
αποσυνδέω(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una volta arrivati al camping, Sue staccò la roulotte dall'auto. |
κόβω επιταγήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La sua fattura è stata approvata; le stacco un assegno entro la fine della giornata. Το τιμολόγιο εγκρίθηκε και έτσι θα σου κόψω σήμερα μια επιταγή. |
διακόπτω την υποστήριξηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: spegnere un supporto vitale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Τζάνετ έβαλε τον άντρα της να της υποσχεθεί ότι, αν ποτέ βρισκόταν σε κατάσταση φυτού, θα διέκοπτε την υποστήριξη. |
αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτverbo intransitivo (film, cinema, inquadratura) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω από την πρίζαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Steve staccò la spina del caricabatterie del cellulare. |
ξεπερνώ στο τρέξιμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεκολλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ανάλογα το είδος της κίνησης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκολλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da quando mio figlio ha ricevuto il suo laptop nuovo, non riesco più a staccarlo da lì davanti! |
τερματίζω, διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: interrompere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo progetto ci sta facendo perdere soldi; è ora di staccare la spina. |
ξεφεύγω(informale: sfuggire a [qlcn]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I criminali sono riusciti a seminare la polizia. |
βγάζω κτ από την πρίζαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stacca la TV dalla presa di corrente prima di andare a dormire la sera. |
που σκίζεται, που μπορεί να σκιστείlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπάω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Jason staccò un ramo dall'albero e lo usò come legna da ardere. |
σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηδάωverbo intransitivo (cinema) (απότομη μετάβαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha mostrato la scena del bambino che giocava e poi ha staccato sulla scena di guerra. Έδειχνε τη σκηνή του παιδιού που έπαιζε και μετά πήδηξε στη σκηνή του πολέμου. |
απογειώνω(aeroplani: far decollare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω κτ με ένα χτύπημαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'uomo staccò con un colpo un pezzo di roccia con una mazza. |
αφαιρώ, βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (togliere carta da parati) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tira via (or: stacca) la carta dal muro. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του staccato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του staccato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.