Τι σημαίνει το spina στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spina στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spina στο Ιταλικό.
Η λέξη spina στο Ιταλικό σημαίνει αγκάθι, αγκάθι, φις, καβίλια, αγκάθι, βαρέλι, κάνουλα, ηλεκτρικός μετασχηματιστής, αγκάθι, σπονδυλική στήλη, πυγμή, βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ, μπελάς, που είναι στην πρίζα, βαρέλι, βαρελίσιος, σπονδυλική στήλη, λαγοκέρασο, φραγκοστάφυλο, ψαροκόκκαλο, ψαροκόκκαλο, βαρελίσια μπίρα, μπελάς, αγκάθι, δισχιδής ράχη, διακόπτω την υποστήριξη, βγάζω από την πρίζα, βάζω στην πρίζα, δειλός, δειλός, δειλός, λαγοκερασιά, βαρελίσια μπύρα, ραχοκοκαλιά, ψαροκόκκαλο, τερματίζω, διακόπτω, βγάζω κτ από την πρίζα, βαρελίσιος, μπίρα, λαγοκέρασο, φραγκοστάφυλο, βαρελίσιος, κόβω κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς, ασπόνδυλος, δειλός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spina
αγκάθιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Indossare i guanti quando si potano le rose è una buona idea per via delle spine. Είναι καλή ιδέα να φοράς γάντια όταν κόβεις τριαντάφυλλα επειδή έχουν αγκάθια. |
αγκάθι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le spine della pianta di zucchine graffiarono le braccia di Nancy. Τα αγκάθια της κολοκυθιάς έγδαραν τα χέρια της Νάνσυ. |
φιςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) In Europa le spine hanno due contatti, mentre nel Regno Unito ne hanno tre. Στην Ευρώπη τα φις έχουν δύο ακροδέκτες, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν τρεις. |
καβίλιαsostantivo femminile (spina Dowel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sheila ha acquistato una spina sottile per appendere le tende nella sua camera. |
αγκάθιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando raccogliete le more state attenti alle spine. Όταν μαζεύεις βατόμουρα, πρόσεχε τα αγκάθια. |
βαρέλιsostantivo femminile (birra) (μεταφορικά: μπίρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In quel locale hanno sia birre in bottiglia che alla spina. Το μπαρ σερβίρει βαρελίσια μπίρα καθώς και εμφιαλωμένη. |
κάνουλα(botte di birra) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il barista versò una pinta dalla spina. |
ηλεκτρικός μετασχηματιστήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dopo aver inserito la spina di alimentazione, premere l'interruttore di accensione. |
αγκάθι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σπονδυλική στήλη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il dottore fece degli esami per accertarsi che la motociclista non si fosse danneggiata la colonna vertebrale nell'incidente. Ο γιατρός έκανε εξετάσεις για να βεβαιωθεί πως η οδηγός της μοτοσυκλέτας δεν είχε τραυματίσει την σπονδυλική της στήλη στο ατύχημα. |
πυγμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Όταν ο Τζέρεμυ είπε πως δε μπορούσε να το κάνει, η Λίντα του συνέστησε να βρει τα κότσια. |
βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ
Tom ha inserito la spina dell'aspirapolvere nella presa. Ο Τομ έβαλε την ηλεκτρική σκούπα στην πρίζα. |
μπελάς
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
που είναι στην πρίζαaggettivo (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Assicurati che tutti i dispositivi attaccati alla corrente siano spenti prima di iniziare. |
βαρέλιlocuzione avverbiale (dalla botte al boccale) (ουσιαστικό σε θέση επιρρήματος: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίρρημα, π.χ. με πείραξε κομματάκι η στάση σου κλπ.) Quel pub offre dieci diversi tipi di birra alla spina. |
βαρελίσιοςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pub ha una vasta scelta di birre alla spina. |
σπονδυλική στήλη
Η Κάρυ έσπασε την σπονδυλική της στήλη όταν έπεσε από τις σκάλες. |
λαγοκέρασο, φραγκοστάφυλοsostantivo femminile (frutto) (καρπός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) MIranda fece una torta con uva spina fresca. |
ψαροκόκκαλοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Shelly tossì perché una spina di pesce le si era incastrata nella gola. |
ψαροκόκκαλοsostantivo femminile (motivo) (σχέδιο σε ύφασμα κλπ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαρελίσια μπίραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel bar non serve birra alla spina ma solo in bottiglia. |
μπελάς(volgare) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Wendy è proprio una rompicoglioni. Vuole sempre copiare i miei compiti invece di farseli da sola. |
αγκάθιsostantivo femminile (κάκτος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δισχιδής ράχηsostantivo femminile |
διακόπτω την υποστήριξηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: spegnere un supporto vitale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Τζάνετ έβαλε τον άντρα της να της υποσχεθεί ότι, αν ποτέ βρισκόταν σε κατάσταση φυτού, θα διέκοπτε την υποστήριξη. |
βγάζω από την πρίζαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Steve staccò la spina del caricabatterie del cellulare. |
βάζω στην πρίζαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha attaccato la spina del televisore e l'ha acceso. Έβαλε την τηλεόραση στην πρίζα και την άνοιξε. |
δειλός(spregiativo) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non potrei mai uscire con un ragazzo senza spina dorsale come Ted; ho bisogno di un ragazzo forte come Luke. |
δειλόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δειλόςlocuzione aggettivale (figurato: codardo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαγοκερασιάsostantivo femminile (cespuglio) (θάμνος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo non è un cespuglio di lamponi, ma uva spina. |
βαρελίσια μπύραsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Vorrei una birra alla spina e una porzione di patatine fritte. Θα πάρω μια μισόλιτρη βαρελίσια μπύρα και μια πατάτες παρακαλώ. |
ραχοκοκαλιάsostantivo femminile (ζώου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψαροκόκκαλοlocuzione aggettivale (motivo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τερματίζω, διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: interrompere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo progetto ci sta facendo perdere soldi; è ora di staccare la spina. |
βγάζω κτ από την πρίζαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stacca la TV dalla presa di corrente prima di andare a dormire la sera. |
βαρελίσιοςlocuzione aggettivale (birra) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo pub offre sia birre alla spina che in bottiglia. |
μπίραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha ordinato altre quattro birre alla spina per lui e i suoi amici. Παρήγγειλε τέσσερις ακόμα μπίρες για τον εαυτό του και τους φίλους του. |
λαγοκέρασο, φραγκοστάφυλοlocuzione aggettivale (sapore) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαρελίσιοςlocuzione aggettivale (μπίρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È birra alla spina. Non è in bottiglia. Αυτή η μπίρα είναι βαρελίσια. Δεν είναι από μπουκάλι. |
κόβω κατά μήκος της ραχοκοκαλιάςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασπόνδυλοςlocuzione aggettivale (figurato: codardo) (μεταφορικά, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δειλός(figurato, volgare: codardo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spina στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του spina
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.