Τι σημαίνει το speak στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης speak στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του speak στο Αγγλικά.

Η λέξη speak στο Αγγλικά σημαίνει μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλιέμαι, μιλάω, μιλώ, λέω, μιλάω για, συζητώ, συζητώ με κπ για κτ, μιλάω εκ μέρους, λέω τη γνώμη μου, εκφράζομαι ελεύθερα για κτ, μιλώ ανοιχτά για κτ, εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ, απαντώ σε ερώτηση, αποδεικνύω, μιλάω πιο δυνατά, μιλάω, υπερασπίζομαι, τη στιγμή που μιλάμε, ας πούμε, μιλάω από μόνος μου, για σένα, όχι για μένα, μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτά, μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ, κακολογώ, μιλάω ανοιχτά, Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε, μιλάω με κπ, συζητώ με κπ, συμβουλεύομαι, Πιο δυνατά!, μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ, αποκαλύπτω πολλά, λέω καλά λόγια για κπ, μιλάω με, συζητώ με, μιλάω σε, συμβουλεύομαι, μιλώ με το στόμα γεμάτο, λέω αυτό που σκέφτομαι, Κατά φωνή και ο διάολος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης speak

μιλάω, μιλώ

intransitive verb (talk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teacher demanded that the student speak.
Ο δάσκαλος απαίτησε από τον μαθητή να μιλήσει.

μιλάω, μιλώ

intransitive verb (two or more people)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They spoke for many hours on the phone.
Μιλούσαν πολλές ώρες στο τηλέφωνο.

μιλάω, μιλώ

transitive verb (a language)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you speak English?
Μιλάς αγγλικά;

μιλάω, μιλώ

intransitive verb (express oneself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't keep your opinion to yourself: speak!

μιλάω, μιλώ

intransitive verb (have the podium)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The president is the next person to speak.

μιλάω, μιλώ

intransitive verb (communicate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She really knows how to speak.

μιλιέμαι

intransitive verb (be on good terms)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
The two brothers are not speaking.

μιλάω, μιλώ

intransitive verb (convey a message) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Actions speak louder than words.

λέω

transitive verb (tell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guilty man decided to speak the truth.

μιλάω για, συζητώ

phrasal verb, transitive, inseparable (talk on the subject of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was asked to speak about the topic for 30 minutes.

συζητώ με κπ για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (discuss or consult: with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μιλάω εκ μέρους

phrasal verb, transitive, inseparable (talk on behalf of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think it's a good idea, but I can't speak for anyone else.

λέω τη γνώμη μου

phrasal verb, intransitive (state one's opinion publicly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Speak out if you're concerned about it.
Πες τη γνώμη σου εάν σε ανησυχεί αυτό.

εκφράζομαι ελεύθερα για κτ, μιλώ ανοιχτά για κτ

(state one's opinion on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't hear you speaking out about the unfairness of that service fee, so don't complain to me!

εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ

(state one's opposition to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many people speak out against domestic violence.

απαντώ σε ερώτηση

phrasal verb, transitive, inseparable (respond to a question about: [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know how severe the damage was, so I can't speak to the cost of repair.
Δεν ξέρω πόσο σοβαρή ήταν η ζημιά και έτσι δεν μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση για το κόστος της επισκευής.

αποδεικνύω

phrasal verb, transitive, inseparable (give evidence of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This book speaks to the experience of being a miner in 1980s Britain.

μιλάω πιο δυνατά

phrasal verb, intransitive (informal (talk more loudly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please speak up. I can't hear you!
Παρακαλώ μίλα πιο δυνατά. Δεν μπορώ να σε ακούσω!

μιλάω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (express an opinion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I always hated to speak up in class, so I got poor grades for oral participation.
Πάντα μισούσα το να μιλάω στην τάξη και έτσι έπαιρνα κακούς βαθμούς για την συμμετοχή.

υπερασπίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (defend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My big brother spoke up for our sister when Mom was scolding her.

τη στιγμή που μιλάμε

adverb (informal (at this moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ας πούμε

expression (using a metaphor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Failing the test was, so to speak, a kick in the teeth for Jim because he was very disappointed.

μιλάω από μόνος μου

verbal expression (figurative (be self-evident) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cause of the accident speaks for itself: someone was careless.

για σένα, όχι για μένα

verbal expression (informal (that is not my opinion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"I really liked the film." "Speak for yourself!"
«Μου άρεσε πολύ η ταινία.» «Εμένα πάλι όχι.»

μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτά

verbal expression (talk candidly)

μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ

verbal expression (say good things about)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You come well recommended; Mr. Jones speaks highly of you.

κακολογώ

verbal expression (say bad things about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should not speak ill of someone when they aren't around. It's not good to speak ill of the dead.

μιλάω ανοιχτά

verbal expression (give one's honest, direct opinion)

She spoke plainly about the problems of gender equality. He speaks plainly, without fear of offending anyone.

Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε

interjection (informal, abbr (We will speak again soon)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μιλάω με κπ, συζητώ με κπ

(talk or converse with)

She would happily speak to strangers at the bus stop.

συμβουλεύομαι

(consult)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It would be best to speak to your doctor before starting a rigid diet.

Πιο δυνατά!

interjection (talk more loudly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Speak up! No one can hear you!

μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ

verbal expression (say good things about [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My son's teacher speaks very highly of him; she says he's a great student.
Η δασκάλα του γιου μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Λέει ότι είναι εξαίρετος μαθητής.

αποκαλύπτω πολλά

verbal expression (figurative (express or reveal a lot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω καλά λόγια για κπ

verbal expression (praise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need your clients to speak well of you to their friends and acquaintances.

μιλάω με, συζητώ με

transitive verb (talk to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is always a pleasure to speak with my grandmother.

μιλάω σε, συμβουλεύομαι

transitive verb (consult)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would like to speak with my accountant before deciding.

μιλώ με το στόμα γεμάτο

verbal expression (talk while eating)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω αυτό που σκέφτομαι

verbal expression (give one's frank opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κατά φωνή και ο διάολος

interjection ([sb] just mentioned arrives)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του speak στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του speak

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.