Τι σημαίνει το sound στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sound στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sound στο Αγγλικά.
Η λέξη sound στο Αγγλικά σημαίνει ήχος, ήχος, ήχος, ακούγομαι, ακούγομαι σαν κτ, φαίνεται, φαίνεται, καλός, άριστος, λογικός, βαθύς, βάσιμος, ασφαλής, βαθιά, πορθμός, ήχος, αντηχώ, αντιλαλώ, ακούγομαι, σημαίνω, βυθομετρώ, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, βολιδοσκοπώ, βυθομετρώ, ακούγομαι δυνατά, χτυπάει καμπανάκι, κραυγή ζώου, σπάω το φράγμα του ήχου, κροτάλισμα, πλατάγισμα, υπόκωφος ήχος, βγάζω μιλιά, κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο, που έχει σώας τας φρένας, σώος και αβλαβής, καλή συμβουλή, σωστή συμβουλή, που χαίρει άκρας υγείας, σε άψογη κατάσταση, που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρού, τράπεζα ήχου, το φράγμα του ήχου, υγιής βάση, στέρεα βάση, κονσόλα ήχου, ηχητικό εφέ, αξιόπιστο στοιχείο, ορθή κρίση, διαύγεια πνεύματος, ηχολήπτης, ηχολήπτρια, κονσόλα ηχοληψίας, βολιδοσκοπώ, ηχολήπτης, ηχογράφηση, στούντιο ηχογράφησης, ηχοσύστημα, τεχνικός ήχου, μηχανικός ήχου, σημαίνω συναγερμό, ηχητικό κύμα, σλόγκαν, μουσική επένδυση, τραγούδι ταινίας, ταχύτητα του ήχου, δομικά γερός, πολυκάναλο ηχοσύστημα, ήχος φωνήεντος, λευκός θόρυβος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sound
ήχοςnoun (individual noise) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I heard a sound. Άκουσα έναν ήχο. |
ήχοςnoun (auditory effect) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They awoke to the sound of gunfire. Τους ξύπνησε ο ήχος των πυροβολισμών. |
ήχοςnoun (uncountable (physics: vibrations in ear) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sound is the vibration of a substance such as air, water, or other material. Ο ήχος είναι η δόνηση μιας ουσίας, όπως του αέρα, του νερού ή άλλου υλικού. |
ακούγομαιintransitive verb (seem) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His words sounded strange. Is that the right word? It sounds wrong. Όσα είπε ακούστηκαν παράξενα. |
ακούγομαι σαν κτ(have same sound as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My kids call it music, but their band sounds like noise to me. Τα παιδιά μου το αποκαλούν μουσική, αλλά αυτά που παίζει το συγκρότημά τους εμένα μου ακούγονται σαν φασαρία. |
φαίνεταιverbal expression (would seem) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It sounds as though you could do with a vacation! Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές! |
φαίνεται(informal (would seem that) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) From what you say, it sounds like he's an unpleasant person. |
καλός, άριστοςadjective (health: good) (υγεία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's in sound health for his age. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ατύχημα ήταν σοβαρό, αλλά εκείνος βγήκε σώος. |
λογικόςadjective (sensible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That's a sound idea. Αυτή είναι λογική ιδέα. |
βαθύςadjective (thorough) (ύπνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She fell into a sound sleep. |
βάσιμοςadjective (basis, argument: reliable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Panic is not a sound basis for government policy. |
ασφαλήςadjective (investment: secure) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Buying shares in that company may not be a sound investment. |
βαθιάadverb (thoroughly) (κοιμάμαι) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She's sound asleep. |
πορθμόςnoun (channel of water) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They sailed along the sound towards the sea. |
ήχοςnoun (informal (music style) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I really like that band's sound. |
αντηχώ, αντιλαλώintransitive verb (resonate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) An echo sounded in the room. |
ακούγομαιintransitive verb (be heard, ring) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bells sounded throughout the city. |
σημαίνωtransitive verb (alarm, etc.: set off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The firefighter sounded the alarm. Ο πυροσβέστης σήμανε συναγερμό. |
βυθομετρώtransitive verb (probe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We have sounded the depths of the ocean. |
παραπονούμαι, παραπονιέμαιphrasal verb, intransitive (give one's opinion, complain) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This radio station is mostly talk shows with people sounding off about their pet peeves. |
βολιδοσκοπώphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (elicit the opinion of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βυθομετρώphrasal verb, transitive, separable (measure the depth of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούγομαι δυνατάphrasal verb, intransitive (resound loudly) The church bell sounded out across the valley. |
χτυπάει καμπανάκιexpression (figurative, informal (you have misgivings about [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κραυγή ζώουnoun (animal's call or cry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπάω το φράγμα του ήχουverbal expression (go faster than sound) When a plane breaks the sound barrier it produces a sonic boom that sounds like an explosion. |
κροτάλισμα, πλατάγισμαnoun (noise: ticking, tapping) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My computer's hard drive makes a clicking sound that drives me nuts. |
υπόκωφος ήχοςnoun (resonant noise of [sth] empty) |
βγάζω μιλιάverbal expression (utter a noise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't make a sound till he's gone - I don't want him to know we're here. |
κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχοverbal expression (create a noise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My clock makes a sound like a bird when it strikes the hour. |
που έχει σώας τας φρέναςadjective (sane) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Being of sound mind, I hereby bequeath all my possessions to my husband and daughter. |
σώος και αβλαβήςadjective (unharmed and well) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The road was icy but our driver got us home safe and sound. Ο δρόμος είχε πιάσει πάγο, αλλά ο οδηγός μας μας πήγε σπίτι σώους και αβλαβείς. |
καλή συμβουλή, σωστή συμβουλήnoun (sensible recommendation) |
που χαίρει άκρας υγείαςadjective (informal (person: healthy, unharmed) (πρόσωπο) |
σε άψογη κατάστασηadjective (informal (thing: in perfect condition) (πράγμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρούadjective (sleeping deeply) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When they're sound asleep my kids look like little angels. I thought my sneeze would wake her but she was sound asleep. Όταν κοιμούνται βαθιά τα παιδιά μου μοιάζουν με αγγελούδια. Πίστευα πως το φτέρνισμα μου θα την ξυπνούσε αλλά κοιμόταν του καλού καιρού (or: κοιμόταν βαθιά). |
τράπεζα ήχουnoun (library of audio clips) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
το φράγμα του ήχουnoun (travel at speed of sound) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υγιής βάση, στέρεα βάσηnoun (sensible grounds) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κονσόλα ήχουnoun (music: mixing console) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ηχητικό εφέnoun (often plural (noises reproduced artificially) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A good action movie needs excellent sound effects. Μια καλή ταινία δράσης χρειάζεται εξαιρετικά ηχητικά εφέ. |
αξιόπιστο στοιχείοnoun (proof that cannot be doubted) |
ορθή κρίσηnoun (good sense) |
διαύγεια πνεύματοςnoun (sanity) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) All we can hope for as we grow older is a sound mind in a healthy body. |
ηχολήπτης, ηχολήπτριαnoun (person who records film sound) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Most professional sound mixers do their work with computers these days. |
κονσόλα ηχοληψίαςnoun (deck or console for mixing sound) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βολιδοσκοπώverbal expression (figurative, informal (elicit [sb]'s opinion about [sth]) (σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He said he wanted to sound me out about his latest business idea. Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του. |
ηχολήπτηςnoun ([sb] who records film sound) (κινηματογράφος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He worked at the studio as a sound recorder and made good money doing so. |
ηχογράφησηnoun (soundtrack, auditory reproduction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This sound recording of the band was made in 1940. |
στούντιο ηχογράφησηςnoun (soundproof studio) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ηχοσύστημαnoun (equipment for playing music) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τεχνικός ήχου, μηχανικός ήχουnoun (performance, recording: audio engineer) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
σημαίνω συναγερμόverbal expression (alert or warn others) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When the watchman saw the invaders coming, he sounded the alarm to call for help. |
ηχητικό κύμαnoun (physics) |
σλόγκανnoun (short statement, quotation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μουσική επένδυσηnoun (music of a film) The soundtrack featured a lot of 1960s music. Η μουσική επένδυση της ταινίας περιελάμβανε πολλή μουσική του '60. |
τραγούδι ταινίαςnoun (audio track of a film) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The soundtrack was terrible but luckily there were subtitles. Το τραγούδι της ταινίας ήταν τρομερά κακό, αλλά ευτυχώς υπήρχαν υπότιτλοι. |
ταχύτητα του ήχουnoun (how fast sound travels) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δομικά γερόςadjective (solidly built) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πολυκάναλο ηχοσύστημαnoun (multi-speaker stereo system) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Home cinema systems are equipped with surround sound features. |
ήχος φωνήεντοςnoun (spoken language: open sound) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκός θόρυβοςnoun (steady background noise) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sound στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sound
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.