Τι σημαίνει το true στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης true στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του true στο Αγγλικά.
Η λέξη true στο Αγγλικά σημαίνει αλήθεια, αληθινός, πραγματικός, αυθεντικός, αληθινός, πραγματικός, πιστός, αληθινός, πραγματικός, στη σωστή θέση, τονικός, αληθής, ακριβής, αλήθεια, αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά, ακριβώς, ειλικρινά, ισιώνω, ευθυγραμμίζω, το να είσαι σωστός με τον εαυτό σου, ημίπτερο, επαληθέυομαι,γίνομαι πραγματικότητα, όνειρο που έγινε πραγματικότητα, βρίσκω την αληθινή αγάπη, παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός, αποδεικνύομαι αληθινός, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, στον εαυτό σου να είσαι αληθινός, πολύ καλός για να είναι αληθινός, δοκιμασμένος, βαθιά θρησκευόμενος, αφοσιωμένος, πιστός, συντηρητικός, πίστη, αφοσίωση, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, πραγματική αγάπη, πραγματικό νόημα, βορείως, βόρεια, βορείως, βόρεια, αληθινή δήλωση, αληθινή ιστορία, ως συνήθως, πραγματικός, ρεαλιστικός, πιστός στην ουσία, γέννημα-θρέμμα, γεννημένος, αληθινός, πραγματικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης true
αλήθειαadjective (factually correct) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Yes, it is true that I went to the shop yesterday. Ναι, αλήθεια πήγα στο μαγαζί χθες. |
αληθινός, πραγματικός, αυθεντικόςadjective (genuine, authentic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yes, this is a true Picasso. Ναι, είναι αληθινός (or: πραγματικός) Πικάσο. |
αληθινός, πραγματικόςadjective (loyal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yes, I trust him. He is a true friend. Ναι, τον εμπιστεύομαι. Είναι ένας πραγματικός φίλος. |
πιστόςadjective (not deviating) (σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You must remain true to your ideals. Πρέπει να μείνεις πιστός στα ιδανικά σου. |
αληθινός, πραγματικόςadjective (conforms to expectations) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She has proved to be a true nurse, and has a real vocation. Απέδειξε ότι είναι γεννημένη νοσοκόμα και ότι έχει ταλέντο σε αυτό. |
στη σωστή θέσηadjective (level, straight) (σημείο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) We need to make sure that this wall is true. |
τονικόςadjective (in tune) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Play that note again - it didn't sound true the first time. |
αληθήςadjective (of a compass bearing) (γεωγραφικός βορράς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) From here, we need to go true north for ten kilometres. Από εδώ, πρέπει να κατευθυνθούμε για δέκα χιλιόμετρα προς τον αληθή βορρά. |
ακριβήςadjective (accurate, on target) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It was a true shot and hit its target. |
αλήθειαadjective (logically necessary) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) If it costs a hundred dollars, it's true that we'll have to borrow the money. |
αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικάadverb (admittedly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) True, I'm not an expert in finance. |
ακριβώςadverb (accurately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The arrow hit true to its mark. |
ειλικρινάadverb (US, UK literary (honestly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You can trust him. He always talks true. |
ισιώνωtransitive verb (US (straighten, align) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We have to true the beams, or the barn will lean to one side. |
ευθυγραμμίζωphrasal verb, transitive, separable (make level, align) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The wall is five degrees out of line; we have to true it up. |
το να είσαι σωστός με τον εαυτό σουverbal expression (live by own values) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) To be true to oneself you must act in accordance with who you are and what you believe. |
ημίπτεροnoun (insect: hemiptera) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lisa is an entomologist; she studies bugs and beetles. |
επαληθέυομαι,γίνομαι πραγματικότηταverbal expression (become reality, happen for real) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When she was young she believed that all her dreams would someday come true. |
όνειρο που έγινε πραγματικότηταnoun (figurative (desire becomes reality) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Getting promoted was a dream come true for her. |
βρίσκω την αληθινή αγάπηverbal expression (meet one's perfect partner) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The romantic teenager hopes to find true love. |
παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός(continue to apply, remain true) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The old saying "waste not, want not" still holds true today. |
αποδεικνύομαι αληθινός(be borne out, be shown to be accurate) If these allegations prove true, the governor will be in big trouble. |
ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινόςverbal expression (informal, figurative (sound or seem genuine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Her explanation rings true, however strange it may seem. |
δείχνω τον πραγματικό μου εαυτόverbal expression (figurative (reveal real nature) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στον εαυτό σου να είσαι αληθινόςexpression (literary (be yourself) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "To thine own self be true" is a quote from a Shakespeare play. |
πολύ καλός για να είναι αληθινόςexpression (so good it does not seem possible) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δοκιμασμένοςadjective (tested and trusted) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Drinking water upside down is a tried and true cure for hiccups. Να πίνεις νερό ανάποδα είναι μια δοκιμασμένη θεραπεία για το λόξυγγα, |
βαθιά θρησκευόμενοςnoun (devoutly religious person) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) There's no swaying my neighbor's faith: she's a true believer. |
αφοσιωμένος, πιστόςadjective (figurative (loyal, faithful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A true-blue fan remains loyal even when his team loses. Ένας αφοσιωμένος οπαδός παραμένει πιστός ακόμη και όταν χάνει η ομάδα του. |
συντηρητικόςadjective (UK, figurative, informal (politics: Conservative) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πίστη, αφοσίωσηnoun (devotion, strong belief) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Every religious zealot believes that theirs is the one true faith. Since I discovered the one true faith my life has been at peace. Κάθε θρησκευόμενος ζηλωτής πιστεύει ότι η δική του είναι η μοναδική πίστη. Από τη στιγμή που ανακάλυψα τη μοναδική πίστη η ζωή μου έχει ηρεμήσει. |
πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπηnoun (romantic infatuation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Anyone could see it was true love between the couple; they couldn't take their eyes off each other. Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον. |
πραγματική αγάπηnoun (fated romantic partner) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After eighteen years apart she was reunited with her true love. |
πραγματικό νόημαnoun (real significance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All of the holiday advertising makes us forget the true meaning of Christmas. |
βορείως, βόρειαnoun (direction of North Pole) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) True north is not the same as magnetic north. |
βορείως, βόρειαadverb (in the direction of North Pole) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αληθινή δήλωσηnoun (assertion of facts) |
αληθινή ιστορίαnoun (account of a real-life experience) |
ως συνήθωςadverb (as usual) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) True to form, he won't tell me where he was last night. |
πραγματικός, ρεαλιστικόςadjective (realistic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Critics praised the film for its true-to-life depiction of drug addiction. |
πιστός στην ουσίαadjective (in keeping with [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I think his interpretation of the song was true to the spirit of the original. |
γέννημα-θρέμμαadjective (since birth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben was born in South Carolina; he's a true-born Southerner. |
γεννημένοςadjective (figurative (natural) (ακολουθεί ιδιότητα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Malcolm is a true-born pianist; he can play any piece by ear. |
αληθινός, πραγματικόςadjective (factual) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του true στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του true
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.