Τι σημαίνει το sparare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sparare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sparare στο Ιταλικό.

Η λέξη sparare στο Ιταλικό σημαίνει πυροβολώ, πάμε, ρίχνω, πετάω, κάνω, σκοτώνω, που πυροβόλησε, λέω, πυροβολώ, ξεστομίζω, αδειάζω, εκσφενδονίζω, ξεφουρνίζω, πυροβολώ, πυροβολώ, πετάω, εκτοξεύω, ρίχνω, πυροβολώ, γαζώνω, πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω, ξεπετάω, ρίχνω σε κτ/κπ, πυροβολώ, πυροβολώ, εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου, πυροβολώ κατ'επανάληψη, πυροβολώ με τέιζερ, πυροβολώ, γαζώνω, ρίχνω, βάλλω κατά ριπάς, πυροβολώ, πυροβολώ, παίζω στη διαπασών, βάζω στη διαπασών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sparare

πυροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il padre di Robert gli insegnò a sparare quando era un ragazzino.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

πάμε

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, gergale: consentire dialogo) (καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
"Professore, potremmo farle alcune domande?" "Certo, sparate!".

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bandito sparò tre colpi prima che la polizia lo catturasse.

πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: dire di fretta) (μεταφορικά: λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: domande)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai sparato dieci domande ma non hai ascoltato nessuna delle risposte.

σκοτώνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dove hai sparato a quel cervo?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

που πυροβόλησε

verbo intransitivo (armi da fuoco)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω

verbo intransitivo (colloquiale: dire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vorrei sentire la tua opinione. Quando sei pronto, spara.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Γιατί φοβάσαι να μου πεις το μυστικό σου; Άντε ρίχτο!

πυροβολώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho intravisto di sfuggita il bersaglio così ho sparato alcuni colpi.
Είδα στα πεταχτά το στόχο και έριξα μερικές βολές.

ξεστομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: dire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδειάζω

(armi da fuoco: sparare) (μεταφορικά: όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο στρατιώτης άδειασε το όπλο του.

εκσφενδονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore scagliò la palla verso il compagno di squadra.

ξεφουρνίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: dire, raccontare) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sputò fuori tutta la verità, non era andata a scuola quel giorno.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου ξεφούρνισε το μυστικό για την παράνομη σχέση που διατηρούσε.

πυροβολώ

(armi da fuoco)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hanno fatto fuoco con le loro armi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ληστής πυροβόλησε την ηλικιωμένη.

πυροβολώ

(armi: sparare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Σημάδεψε με το όπλο σου και μετά πυροβόλησε.

πετάω, εκτοξεύω

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johanna voleva avere una conversazione seria, ma Jim continuava a dire battute.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (armi da fuoco) (καθομ, μτφ: πυροβολώ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πυροβολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γαζώνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπετάω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω σε κτ/κπ

verbo intransitivo

Quando vedi apparire il bersaglio prendi la mira e spara. Ho sparato al cervo ma l'ho mancato.

πυροβολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I soldati hanno sparato al nemico.
Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ (or: έβαλαν) κατά του εχθρού.

πυροβολώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I soldati sulla torre spararono sulla gente indifesa sottostante.

πυροβολώ κατ'επανάληψη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entrarono nel locale e si misero a sparare a raffica sugli avventori.

πυροβολώ με τέιζερ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha sparato con il fucile.
Πυροβόλησε.

γαζώνω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il killer ha minacciato di sparare all'impazzata se qualcuno si fosse avvicinato.
Ο δολοφόνος απείλησε να γαζώσει το μέρος εάν τον πλησίαζε κανείς.

ρίχνω

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un uomo a volto coperto ha sparato alla vittima.
Ο Τζέιμς πυροβόλησε τον στόχο τέσσερις συνεχόμενες φορές.

βάλλω κατά ριπάς

verbo intransitivo (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I malviventi spuntarono dal loro nascondiglio sparando all'impazzata.

πυροβολώ

(armi: sparare) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I soldati stavano facendo fuoco sul nemico.
Οι στρατιώτες πυροβολούσαν τον εχθρό.

πυροβολώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quella notte l'infame gangster sparò a due poliziotti.

παίζω στη διαπασών, βάζω στη διαπασών

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I teenager mandarono musica rock a tutto volume dallo stereo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sparare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.