Τι σημαίνει το sorpreso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sorpreso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sorpreso στο Ιταλικό.

Η λέξη sorpreso στο Ιταλικό σημαίνει προκαλώ έκπληξη, αιφνιδιάζω, εκπλήσσω, αιφνιδιάζω, κάνω έκπληξη, προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά, πιάνω, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, εκπλήσσω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, στέλνω, έκπληκτος, κατάπληκτος, έκπληκτος, απορημένος, παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ, έκπληκτος, ξαφνιασμένος, μπερδεμένος, μπερδεμένος, σαστισμένος, έκπληκτος, κατάπληκτος, εμβρόντητος, εκπλήσσω, κάνω έκπληξη, κάνω έκπληξη, κρατάω σε αγωνία, πιάνω, συλλαμβάνω, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sorpreso

προκαλώ έκπληξη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha una grande inventiva e riesce sempre a sorprendere.

αιφνιδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha sorpreso i borseggiatori con i soldi in mano.

εκπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (είμαι απρόσμενος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acquazzone ci colse di sorpresa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο κρύος καιρός στην παραλία μας εξέπληξε πραγματικά.

αιφνιδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: attaccare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nemico li sorprese di prima mattina.

κάνω έκπληξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina è delusa dal fatto che il marito non la sorprenda mai.
Η Τίνα είναι απογοητευμένη που ο σύζυγός της δεν της κάνει ποτέ εκπλήξεις.

προκαλώ έκπληξη

ξαφνιάζω, εκπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Απέρριψε την προσφορά εργασίας που της έκανε κι αυτό τον εξέπληξε. Ξαφνιάστηκα πραγματικά όταν αντέδρασε τόσο θυμωμένα.

καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il domatore di leoni sbalordì la folla con le sue coraggiose acrobazie.
Ο δαμαστής των λιονταριών κατέπληξε το πλήθος με τα τολμηρά κόλπα του.

έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Dovresti iniziare a lavorare subito. Fai in modo che la scadenza non ti colga impreparato.
Καλύτερα να ξεκινήσεις να δουλεύεις τώρα. Μην αφήσεις την προθεσμία να σε βρει απροετοίμαστο.

πιάνω

(στα πράσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia l'ha colto in flagrante.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν.

έρχομαι ξαφνικά/απότομα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dal momento che sei sempre in ritardo al lavoro non dovrebbe sorprenderti se ti licenziassero.

εκπλήσσω

(sorprendere, impressionare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπλήσσω, καταπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (προκαλώ κατάπληξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il costo del matrimonio mi ha sorpreso davvero.
Το κόστος του γάμου πραγματικά με κατέπληξε.

εκπλήσσω, καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mago mi sorprese con le sue illusioni.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La candidata ha impressionato il suo intervistatore.
Η υποψήφια άφησε άφωνο αυτόν που της πήρε συνέντευξη.

έκπληκτος, κατάπληκτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono sorpreso dal tuo comportamento maleducato.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έμεινα άναυδος με την απάθειά της.

έκπληκτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il padrone di casa, sorpreso, ha accolto la folla sul prato davanti la casa.

απορημένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siamo rimasti spiazzati dalla sua confessione inattesa.

παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ

aggettivo

Dato che in estate era stato in vacanza, è rimasto sbalordito per le bollette delle utenze così care.

έκπληκτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono rimasto sorpreso di leggere che il suo patrimonio valeva cinque milioni.
Έμεινα έκπληκτος όταν διάβασα πως η έπαυλή της άξιζε πέντε εκατομμύρια.

ξαφνιασμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il cavallo sorpreso disarcionò il cavaliere e scappò verso casa.

μπερδεμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Gli studenti rimasero perplessi nel vedere le domande dell'esame.
Οι μαθητές φαίνονταν μπερδεμένοι όταν είδαν τις ερωτήσεις του διαγωνίσματος.

μπερδεμένος, σαστισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lo studente confuso tentò con tutte le sue forze di capire il problema di matematica.
Ο σαστισμένος (or: μπερδεμένος) μαθητής προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καταλάβει το μαθηματικό πρόβλημα.

έκπληκτος, κατάπληκτος, εμβρόντητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La folla meravigliata restò senza fiato quando il trapezista fece una tripla ruota.
Όταν ο ακροβάτης στην αέρια κούνια έκανε μια τριπλή τούμπα, κόπηκε η ανάσα στο κατάπληκτο πλήθος.

εκπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ κάνοντας κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il marito sorprese la moglie preparandole delle frittelle per colazione.
Ο Κεν εξέπληξε τη γυναίκα του φτιάχνοντάς της τηγανίτες για πρωινό.

κάνω έκπληξη

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κπ με κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'abbiamo stupita con dei fiori.
Της κάναμε έκπληξη με ένα μπουκέτο λουλούδια.

κάνω έκπληξη

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κπ κάνοντας κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli studenti sorpresero la loro insegnante preparandole una festa.
Οι μαθητές έκαναν έκπληξη στη δασκάλα τους κάνοντάς της ένα πάρτι.

κρατάω σε αγωνία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il romanzo parla di un assassinio misterioso che ti sorprenderà di continuo fino alla fine.

πιάνω, συλλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riuscivo a capire perché continuavo a perdere, poi ho sorpreso il mio compagno a barare.

πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ

(informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alice ha beccato il suo ragazzo a mangiare biscotti nel cuore della notte.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sorpreso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.