Τι σημαίνει το sorprendente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sorprendente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sorprendente στο Ιταλικό.

Η λέξη sorprendente στο Ιταλικό σημαίνει εκπληκτικός, καταπληκτικός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, εντυπωσιακός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος, αναπάντεχος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αιφνίδιος, εκπληκτικός, πολύπλοκος, περίπλοκος, θαυμάσιος, υπέροχος, έξοχος, εκπληκτικός, εντυπωσιακός, συγκλονιστικός, συνταρακτικός, προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, προκαλώ έκπληξη, αιφνιδιάζω, πιάνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά, αιφνιδιάζω, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, εκπλήσσω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, κάνω έκπληξη, στέλνω, απροσδόκητα, αναπάντεχα, απίστευτα, παραδόξως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sorprendente

εκπληκτικός, καταπληκτικός

aggettivo (πολύ ωραίος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il camion si lanciò giù per la collina a velocità sorprendente.
Το φορτηγό κινήθηκε στον κατήφορο του λόφου με τρομερή (or: φοβερή) ταχύτητα.

εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il quarterback è un giocatore formidabile, con capacità superiori.
Ο επιθετικός είναι ένας απίστευτος (or: φανταστικός) παίχτης με μεγάλο ταλέντο.

εκπληκτικός, καταπληκτικός, εντυπωσιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bambini concordavano che il numero sul trapezio fosse la cosa più incredibile (or: sorprendente) che avevano mai visto.
Τα παιδιά συμφώνησαν πως το ακροβατικό στην αέρια κούνια του τσίρκου ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό είχαν δει ποτέ.

εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il trucco della sparizione del mago è stato davvero incredibile.
Το κόλπο εξαφάνισης που έκανε ο μάγος ήταν πραγματικά απίστευτο (or: φανταστικό).

αναπάντεχος, απροσδόκητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John ha preso buoni voti in tutti gli esami, il che è sorprendente visto che non aveva studiato affatto.
Ο Τζον πήρε καλούς βαθμούς σε όλα τα μαθήματα που έδωσε, πράγμα που ήταν ανέλπιστο καθώς δεν είχε διαβάσει καθόλου.

ξαφνικός, αιφνίδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'aumento allarmante della criminalità preoccupa i genitori che vivono nella zona.
Η ξαφνική αύξηση της εγκληματικόητας ανησυχεί τους γονείς στην περιοχή.

εκπληκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύπλοκος, περίπλοκος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A dire la verità ho trovato i suoi ordini piuttosto sorprendenti.

θαυμάσιος, υπέροχος, έξοχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dal suo balcone gode di una splendida vista sulla città.

εκπληκτικός, εντυπωσιακός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγκλονιστικός, συνταρακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il capo riunì tutto il personale in una riunione per comunicare la scioccante notizia.

προκαλώ έκπληξη

ξαφνιάζω, εκπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Απέρριψε την προσφορά εργασίας που της έκανε κι αυτό τον εξέπληξε. Ξαφνιάστηκα πραγματικά όταν αντέδρασε τόσο θυμωμένα.

προκαλώ έκπληξη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha una grande inventiva e riesce sempre a sorprendere.

αιφνιδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha sorpreso i borseggiatori con i soldi in mano.

πιάνω

(στα πράσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia l'ha colto in flagrante.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν.

εκπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (είμαι απρόσμενος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acquazzone ci colse di sorpresa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο κρύος καιρός στην παραλία μας εξέπληξε πραγματικά.

καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il domatore di leoni sbalordì la folla con le sue coraggiose acrobazie.
Ο δαμαστής των λιονταριών κατέπληξε το πλήθος με τα τολμηρά κόλπα του.

έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Dovresti iniziare a lavorare subito. Fai in modo che la scadenza non ti colga impreparato.
Καλύτερα να ξεκινήσεις να δουλεύεις τώρα. Μην αφήσεις την προθεσμία να σε βρει απροετοίμαστο.

αιφνιδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: attaccare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nemico li sorprese di prima mattina.

έρχομαι ξαφνικά/απότομα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dal momento che sei sempre in ritardo al lavoro non dovrebbe sorprenderti se ti licenziassero.

εκπλήσσω

(sorprendere, impressionare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπλήσσω, καταπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (προκαλώ κατάπληξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il costo del matrimonio mi ha sorpreso davvero.
Το κόστος του γάμου πραγματικά με κατέπληξε.

εκπλήσσω, καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mago mi sorprese con le sue illusioni.

κάνω έκπληξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina è delusa dal fatto che il marito non la sorprenda mai.
Η Τίνα είναι απογοητευμένη που ο σύζυγός της δεν της κάνει ποτέ εκπλήξεις.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La candidata ha impressionato il suo intervistatore.
Η υποψήφια άφησε άφωνο αυτόν που της πήρε συνέντευξη.

απροσδόκητα, αναπάντεχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απίστευτα

locuzione avverbiale (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραδόξως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Incredibilmente, sebbene le due ragazze siano molto simili, non sono sorelle.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sorprendente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.