Τι σημαίνει το scosso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scosso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scosso στο Ιταλικό.

Η λέξη scosso στο Ιταλικό σημαίνει ταραγμένος, αναστατωμένος, στην τσίτα, ταραγμένος, συγκλονισμένος, -, έκπληκτος, κατάπληκτος, φλιπαρισμένος, γεμάτος, αναστατωμένος, κουνημένος, με έχει σημαδέψει, με έχει στιγματίσει, σφαδάζω, αναστατώνω, ξεσηκώνω, κουνάω, αναστατώνω, ταράζω, κουνάω, κουνώ, ξεσηκώνω, ταρακουνάω, ταρακουνώ, ταρακουνώ, ταρακουνάω, ταρακουνώ, κλονίζω, σηκώνω απότομα, τινάζω, ανακινώ, κουνώ, τραντάζω, αλατοπίπερο, λικνίζω, κουνάω, τρεμάμενος, τρεμουλιαστός, σύνδρομο του απότομου τραντάγματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scosso

ταραγμένος, αναστατωμένος

aggettivo (turbato)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

στην τσίτα

aggettivo (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταραγμένος, συγκλονισμένος

aggettivo (αναστατωμένος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I film sulle catastrofi mi lasciano sempre un po' scosso.
Με τις ταινίες καταστροφής πάντα καταλήγω να νιώθω ταραγμένη.

-

aggettivo (da notizia, evento)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sono rimasto scosso dalla notizia.
Έμεινα εμβρόντητος από την ανακοίνωση.

έκπληκτος, κατάπληκτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono ancora scosso dopo aver vinto la lotteria.

φλιπαρισμένος

aggettivo (αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Quando ho saputo che Rick e Gina si erano lasciati sono rimasto scioccato!

γεμάτος

(formale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Affrante dal dolore, le donne gemevano e scuotevano la testa.
Γεμάτες πόνο, οι γυναίκες θρηνούσαν και κουνούσαν τα κεφάλια τους.

αναστατωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dopo il terribile evento di cui fu testimone, la mente turbata di Marcus non gli permetteva di concentrarsi sul lavoro.

κουνημένος

aggettivo (liquido, soluzione)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il ricercatore versò la soluzione agitata in un matraccio.

με έχει σημαδέψει, με έχει στιγματίσει

participio passato (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il bambino è rimasto profondamente segnato dalla morte del suo pony e ci è voluto molto tempo prima che tornasse a sorridere.
Ο θάνατος του πόνυ είχε σημαδέψει (or: στιγματίσει) το μικρό αγόρι και πέρασε καιρός μέχρι να ξαναχαμογελάσει.

σφαδάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ ο ίδιος: από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il pugile aveva preso una bella batosta durante l'incontro ed era scosso dal dolore. I singhiozzi scuotevano il corpo della donna addolorata.
Οι λυγμοί τράνταζαν το σώμα της τεθλιμμένης γυναίκας.

αναστατώνω, ξεσηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La crisi li ha scossi dalla solita routine.

κουνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vento scuoteva gli alberi.

αναστατώνω, ταράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La recente serie di furti d'appartamento nel vicinato ha turbato molti abitanti del luogo.

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James scosse il dito verso di me come se fossi un bambino birichino.

ξεσηκώνω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν δεν τον ξεσήκωνα (or: ξυπνούσα), αποκλείεται να έψαχνε να βρει δουλειά.

ταρακουνάω, ταρακουνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy ha scosso la tazza del caffè, rovesciandoselo sulla mano.
Ο Τζέρεμι ταρακούνησε την κούπα του και έχυσε καυτό καφέ πάνω στο χέρι του.

ταρακουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'uomo scuoteva il ragazzo per la rabbia.

ταρακουνάω, ταρακουνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La notizia turbò Sarah che dovette sedersi.

κλονίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prove scientifiche potrebbero scuotere la sua fede.

σηκώνω απότομα

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il cavallo scosse la testa impaziente di andare.

τινάζω

(con un dito) (με το δάχτυλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Κέιτ τίναξε τα ψίχουλα από το τραπέζι με το δάχτυλό της.

ανακινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chimica agitò la soluzione e annotò ciò che osservava.

κουνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un altro passeggero del treno inciampò colpendo il braccio di Paula e facendole rovesciare la tazza di tè che teneva in mano.

τραντάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esplosione ha fatto tremare l'edificio.
Η έκρηξη τράνταξε (or: ταρακούνησε) το κτίριο.

αλατοπίπερο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha fatto delle affermazioni scioccanti per rendere piccante la discussione.
Έκανε σοκαριστικές δηλώσεις για να δώσει λίγο ενδιαφέρον στην κουβέντα.

λικνίζω

(far ondeggiare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le onde cullavano la barca avanti e indietro.

κουνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mescola i dadi e buttali.

τρεμάμενος, τρεμουλιαστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'improvviso venticello freddo mi ha lasciato tremante.

σύνδρομο του απότομου τραντάγματος

sostantivo femminile (medicina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scosso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.