Τι σημαίνει το scorrere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scorrere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scorrere στο Ιταλικό.
Η λέξη scorrere στο Ιταλικό σημαίνει ολισθαίνω, ρίχνω μια ματιά, βγαίνω, δεν δίνω μεγάλη σημασία, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα, ρίχνω μια ματιά σε κτ, τρέχω, πάω, ρέω, κυλάω, κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, γλιστράω, κυλάω τον δρομέα, διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά, εισρέω, ξεφυλλίζω, ξεφυλλίζω, κάνω swipe, κινούμαι, αλλάζω, χύνομαι, κυλάω, ρέω, κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα, ξεφυλλίζω, διαβάζω στα γρήγορα, ξεσκαρτάρω, ξεκαθαρίζω, εκβάλλω, ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ, τακτοποιώ, ρίχνω μια ματιά, ρέω, κινούμαι με ευχέρεια, κινούμαι με άνεση, ξεφυλλίζω, ρέω, τρέχω, κυλάω, χύνομαι, κυλάω, τρέχω, βγαίνω, ορμητικός, ο χρόνος που περνάει, χάνομαι, μετακίνηση προς τα κάτω, μετακίνηση προς τα πάνω, ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτω, ανακύλιση περιεχομένων οθόνης, ματώνω, τρέχω, κυλάω, ρέω, κινούμαι ομαλά, πέρασμα, ρέω από κάπου, τρίβω, κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα, κυλάω, κυλώ, έχω στροφές, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, κλείνω, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scorrere
ολισθαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una buona lubrificazione aiuta le parti meccaniche a scorrere liberamente. Ένα καλό λιπαντικό θα βοηθήσει τα μέρη της μηχανής να γλιστρούν ελεύθερα. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) «Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.» |
βγαίνωverbo intransitivo (liquido, anche sangue) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sally si era fatta un taglio profondo al ginocchio da cui scorreva il sangue. |
δεν δίνω μεγάλη σημασία, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα(testo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non scorrere semplicemente il testo mentre studi, ma leggilo attentamente. Scorri il pentagramma per vedere quando il clarinetto inizia a suonare. |
ρίχνω μια ματιά σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jake scorse il rapporto in cerca di qualche accenno a dei problemi. Ο Τζέικ διάβασε στα γρήγορα την αναφορά, ψάχνοντας τυχόν μνεία σε προβλήματα. |
τρέχωverbo intransitivo (scivolare, allungarsi) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cavo scorre attraverso questa carrucola. |
πάω(avere una buona fluidità) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ascolta bene l'espressione, e nota come scorre. |
ρέωverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il traffico scorre lentamente in questa città. |
κυλάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No, quella frase non scorre molto bene. |
κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιάverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato:leggere rapidamente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sto scorrendo queste frasi d'esempio. |
γλιστράωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Delle lacrime scorsero lungo il volto dell'uomo anziano. |
κυλάω τον δρομέαverbo transitivo o transitivo pronominale (computer, pagine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gareth stava ancora scorrendo, cercando di trovare le informazioni che voleva. Ο Γκάρεθ εξακολουθούσε να σκρολάρει, προσπαθώντας να βρει τις πληροφορίες που έψαχνε. |
διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Leggi attentamente il capitolo 1, ma scorri semplicemente il capitolo 2. |
εισρέωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando il capitale scorre nel mercato azionario, il prezzo delle azioni aumenta. |
ξεφυλλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agente sfogliò la pila di candidature per farsi un'idea di quante fossero. |
ξεφυλλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marcy sfogliava le pagine del libro alla ricerca di un appunto che aveva scritto. |
κάνω swipe(touch screen: dita) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Far scorrere il dito sullo schermo per sbloccarlo. |
κινούμαι(πάνω σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il nastro trasportatore scorre su una serie di rulli. |
αλλάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con l'andare del tempo Jim osservava gli anni trascorrere uno dopo l'altro. |
χύνομαι, κυλάω, ρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'acqua è fluita fuori dal bagno. Το νερό έτρεξε έξω από το μπάνιο. |
κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα(per fare spazio) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se voi due vi stringete riesco a sedermi sul divano anch'io. |
ξεφυλλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arnold sorrideva mentre sfogliava l'almanacco della sua vecchia scuola. Ο Άρνολντ χαμογελούσε καθώς ξεφύλλιζε το παλιό λεύκωμα του γυμνασίου του. |
διαβάζω στα γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεσκαρτάρω, ξεκαθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stavo mettendo in ordine delle carte quando ho trovato la tua lettera. |
εκβάλλωverbo intransitivo (ποτάμι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sangue affluisce ai reni attraverso l'arteria renale. |
ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane diede una scorsa al documento controllando che non ci fossero errori. Η Τζέιν έριξε μια γρήγορη ματιά στο κείμενο για να τσεκάρει εάν έχει λάθη. |
τακτοποιώ(έμφαση στην τακτοποίηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Justin stava scartabellando un mucchio di carte nel tentativo di trovare la bolletta della luce. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio capo scorse i documenti prima di firmarli. Μπορώ να ρίξω μια ματιά σ' αυτά τα παλιά ρούχα πριν να τα πετάξεις, μήπως υπάρχει κάτι που μου αρέσει; Το αφεντικό μου έριξε μια ματιά στα χαρτιά πριν τα υπογράψει. |
ρέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'acqua sgorgava giù dal rubinetto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το νερό που ανάβλυζε από την πηγή ήταν παγωμένο και πεντακάθαρο. |
κινούμαι με ευχέρεια, κινούμαι με άνεση(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli allievi osservavano il maestro di arti marziali, i cui movimenti scivolavano in serie. |
ξεφυλλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν βρέχει, το νερό τρέχει και τελικά καταλήγει σε ένα ποτάμι, μια λίμνη ή τη θάλασσα. |
τρέχω, κυλάωverbo intransitivo (di liquido che scende) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sangue le colava lungo la schiena. |
χύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'acqua di scolo fluisce nella grondaia. |
κυλάωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il tempo scorre. |
τρέχω, βγαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (το ίδιο το υγρό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dal pozzo fuoriusciva petrolio. Από την πετρελαιοπηγή έτρεχε πετρέλαιο. |
ορμητικόςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ruscello scorreva rapidamente. |
ο χρόνος που περνάειsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Passavano gli anni ma lui rimaneva un monarchico, dimentico dello scorrere del tempo. |
χάνομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La sua vita scorre via giorno per giorno. |
μετακίνηση προς τα κάτωverbo intransitivo (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per vedere il resto devi scorrere in giù di una pagina. |
μετακίνηση προς τα πάνωverbo intransitivo (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per vedere il resto devi scorrere in su di una pagina. |
ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτωverbo intransitivo (computer) (Η/Υ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puoi usare la rotella sul mouse per scorrere verso il basso dello schermo.
Non riesci a vedere l'immagine alla fine del documento perché non hai scorso abbastanza verso il basso. |
ανακύλιση περιεχομένων οθόνηςverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica: schermata) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devi muovere il cursore verso la parte alta dello schermo per accedere alla barra del menu principale. |
ματώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il colpo dello spadaccino fece scorrere il sangue. |
τρέχω, κυλάω, ρέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κινούμαι ομαλάverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Delle macchine scorrevano rapide sulla strada. |
πέρασμαsostantivo maschile Sheila pensava che Linda fosse ancora bella nonostante il passare degli anni. Η Λίντα ήταν ακόμη όμορφη, σκέφτηκε η Σίλα, παρά την πάροδο των χρόνων. |
ρέω από κάπουverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'acqua piovana scorre da un tetto spiovente. |
τρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George passò la mano sulla schiena del gatto. Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας. |
κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγοραverbo intransitivo (μέσα από κτ, μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'acqua scorreva nei canali. Neil, terrorizzato, riusciva a sentire il sangue scorrergli nelle vene. Το νερό κύλησε γρήγορα μέσα στα κανάλια. Τρομοκρατημένος, ο Νηλ ένιωθε το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες του. |
κυλάω, κυλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le lacrime scorrevano lungo le guance delle persone in lutto in piedi attorno alla tomba. L'acqua della cascata scendeva lungo le rocce nella pozza sottostante. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα των πενθούντων καθώς στέκονταν δίπλα στον τάφο. Ο καταρράκτης έτρεχε πάνω στα βράχια και μέσα στη λίμνη που βρίσκονταν από κάτω. |
έχω στροφές(torrente, fiume) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Larry fece scorrere le dita sulla superficie tattile della scultura. |
κλείνωverbo transitivo o transitivo pronominale (aprire, chiudere) (κλείσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fatto scorrere dolcemente la porta per chiuderla. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fece scorrere le dita sulla seta pregiata. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scorrere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του scorrere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.