Τι σημαίνει το schiacciare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης schiacciare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του schiacciare στο Ιταλικό.

Η λέξη schiacciare στο Ιταλικό σημαίνει σπάω, συνθλίβω, συνθλίβω, συνθλίβω, καρφώνω, σπάζω, σπάω, ανοίγω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, καρφώνω, πολτοποιώ, σταματώ, σβαρνίζω, ξεκλέβω, καρφώνω, πατάω, κυριεύω, καταλαμβάνω, καταβάλω, πατάω, πιέζω, συμπιέζω, χτυπάω, χτυπώ, συντρίβω, συνθλίβω, υπερνικώ, ποδοπατώ, πολτοποιώ, ηττώμαι, στύβω, χτυπάω, χτυπώ, κατακτώ, καταλαμβάνω, ισοπεδώνω, τσιμπάω, τσιμπώ, χτυπάω, χτυπώ, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ, πατάω, πατώ, πιέζω, καταπιέζω, πιέζω, κατατροπώνω, κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος, πιέζω, πιέζω, ψιλοκόβω, κατατροπώνω, κολλάω, ανοίγω, παίρνω έναν υπνάκο, γκαζώνω, παίρνω έναν υπνάκο, πιέζω, στριμώχνω, κοιμάμαι, κοιμάμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, κάνω σκόνη, στριμώχνω, στριμώχνω, χώνω, χτυπάω, χτυπώ, κλείνω κτ σε κτ, το σανιδώνω, -, πιέζω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης schiacciare

σπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha schiacciato la nocciola per romperla in molti pezzi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε.

συνθλίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La grande pietra cadde sulla mano di Emily schiacciandole le dita.

συνθλίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel ha uno strumento per schiacciare le lattine prima di gettarle nella raccolta differenziata.
Η Ρέιτσελ έχει ένα μηχάνημα για να ζουλάει τα κουτάκια αλουμινίου πριν μπουν στον κάδο ανακύκλωσης.

συνθλίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha accartocciato la lattina con il piede.
Σύνθλιψε το κουτί της κονσέρβας με το πόδι της.

καρφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (pallacanestro) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπάζω, σπάω, ανοίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (per aprire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρφώνω

(pallacanestro) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La folla ha esultato quando la star della pallacanestro ha schiacciato.

πολτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Schiaccerò una banana per darla al piccolo Alex.
δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup

σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (σπορ: σταματώ τη μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di squash ha schiacciato la palla.
Ο παίκτης του σκουός διέκοψε την πορεία της μπάλας με ένα τσίμπημα.

σβαρνίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκλέβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (riposo) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo la serata fuori Adam schiacciò un pisolino di un paio d'ore prima di alzarsi per andare al lavoro.

καρφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (pallavolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per arrestare la macchina, metti il piede sul freno e pigia.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

κυριεύω, καταλαμβάνω, καταβάλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dolore ha sopraffatto Henry che è scoppiato in lacrime.
Η λύπη κατέβαλε τον Χένρυ και ξέσπασε σε κλάματα.

πατάω, πιέζω, συμπιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert spremette la bottiglia del ketchup cercando di far uscire l'ultima goccia.
Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Presto! Schiaccia quell'ape prima che mi punga!

συντρίβω, συνθλίβω

(figurato) (μεταφορικά: νικώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερνικώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Martha riuscì a sopraffare il suo aggressore.
Η Μάρθα κατάφερε να καθυποτάξει τον επιτιθέμενο.

ποδοπατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tasse elevate schiacciano i piccoli proprietari di impresa.

πολτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen ha schiacciato le patate nella pentola.
Η Κάρεν έκανε πουρέ τις πατάτες μέσα στην κατσαρόλα.

ηττώμαι

(del tutto, rovinosamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Grazie ai punti realizzati da Jackson la squadra non è stata del tutto schiacciata.

στύβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (χυμός από φρούτο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spremi le arance nello spremiagrumi per ottenere una bevanda salutare.
Στύψε τα πορτοκάλια στον αποχυμωτή για να φτιάξεις ένα υγιεινό ρόφημα.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah è dovuta andare all'ospedale perché si è accidentalmente schiacciata un dito con il martello.

κατακτώ, καταλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esercito ha annientato la posizione nemica.

ισοπεδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il camion ha schiacciato la macchina.

τσιμπάω, τσιμπώ

(ελαφρά, απαλά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy ha pizzicato le guance del bimbo.
Η Νάνσυ τσίμπησε το μάγουλο του μωρού.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pestate le erbe prima di aggiungerle all'impasto.

ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il campanello è rotto, devi premere forte per farlo funzionare.
Το κουδούνι είναι χαλασμένο και πρέπει να πιέσεις έντονα, για να το κάνεις να δουλέψει.

πατάω, πατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo stupidone non guardava dove andava e mi ha calpestato un piede!
Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι!

πιέζω, καταπιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Schiaccia quel pulsante per azionare il frullatore.
Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

κατατροπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sconfiggere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stasera la squadra di casa ha stracciato gli ospiti per 75 a 30.

κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο νέος ουρανοξύστης κάνει τα γύρω κτίρια να φαίνονται μικροσκοπικά.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cucina: bordi della pasta) (να ενωθούν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Premete insieme i bordi della sfoglia.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Più strizzi una spugna, più acqua ne uscirà.
Όσο περισσότερο στύβεις ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τόσο περισσότερο νερό θα βγάλει.

ψιλοκόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο μάγειρας ψιλόκοψε λίγες πατάτες για πρωινό.

κατατροπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (vittoria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La squadra di casa stracciò gli avversari.

κολλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colin si appiattì i capelli con Brylcream.

ανοίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: τη ζύμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω έναν υπνάκο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γκαζώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se affondi l'acceleratore riusciamo a passare il semaforo prima che diventi rosso.

παίρνω έναν υπνάκο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mio padre usa fare un sonnellino il pomeriggio.
Συχνά την πέφτω για λίγο μετά το μεσημεριανό.

πιέζω, στριμώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιμάμαι

(ελαφρά)

Dopo il lavoro Fred schiacciava un pisolino.
Ο Φρεντ πήρε έναν υπνάκο μετά τη δουλειά.

κοιμάμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando era incinta Pamela schiacciava tutti i giorni un pisolino dopo pranzo.

κάνω σκόνη

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La nostra squadra ha annientato gli avversati durante il campionato.

στριμώχνω

(figurato) (κπ/κτ ανάμεσα σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su quel volo ero schiacciato come un sandwich tra due lottatori di sumo! Il padrone di casa mi ha infilato a mo' di sandwich tra due banchieri che non facevano altro che parlare tra di loro di investimenti con me nel mezzo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήμουν στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο παλαιστές σούμο σε εκείνη την πτήση!

στριμώχνω, χώνω

(σε κτ ή μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy fece entrare a forza tutti i suoi averi nell'auto e partì verso la sua nuova vita.
Η Νάνσι στρίμωξε όλα τα υπάρχοντά της στο αυτοκίνητο κι έβαλε πλώρη για τη νέα της ζωή.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick ha schiacciato una mosca con un giornale.

κλείνω κτ σε κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έπιασε τα δάκτυλά του στην πόρτα του αυτοκινήτου καθώς την έκλεινε.

το σανιδώνω

(veicoli) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un peso) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha fermato i fogli mettendoci il libro sopra.
Σταθεροποίησε τα χαρτιά με ένα βιβλίο.

πιέζω κτ σε κτ

Prima di infornarli, affondate le scaglie di cioccolato nella superficie dei muffin.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του schiacciare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.