Τι σημαίνει το rovinato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rovinato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rovinato στο Ιταλικό.
Η λέξη rovinato στο Ιταλικό σημαίνει καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, σταματάω, σταματώ, χαλάω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, καταστρέφω, διαλύω, καταστρέφω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, κάνω κτ να σαπίσει, καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, χαλάω, χαλώ, προκαλώ χάος, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, χαλάω, ξεσκίζω, σκοτώνω, χαλάω, χαλώ, δηλητηριάζω, καταστρέφω, σπάω, χαλάω, καταστρέφω, πλήττω, μου κόβεται η όρεξη, εξασθενώ, αποδυναμώνω, σκοτώνω, εκτελώ, χαλάω, χαλώ, καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, λαβώνω, παραμορφώνω, καταστρέφω, συντρίβω, καταστρέφω, κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρω, καταστρέφω, μουτζουρώνω, κάνω κτ θάλασσα, κακομεταχειρίζομαι, βουλιάζω, ναυαγώ, σκοτώνω, εκτελώ, καταστρέφω, διαλύω, χαλάω, χαλώ, ευτελής, που έχει καταστραφεί, που έχει διαλυθεί, που έχει γκρεμιστεί, κατεστραμμένος, εξασθενημένος, αποδυναμωμένος, κατεστραμμένος, διαλυμένος, διάτρητος, κατεστραμμένος, κατεστραμμένος, κατεστραμμένος, κατεστραμμένος, χρεοκοπημένος, χαλασμένος, την πάτησα, σαραβαλιασμένος, σμπαραλιασμένος, κατεστραμμένος, αποτυχημένος, κηλιδωμένος, αμαυρωμένος, χαλασμένος, χαλασμένος, τελειωμένος, spoiler alert, ανατρέπω, χαλάω το όνομα κάποιου, ανατρέπω, αποτρέπω, επισκιάζω, βανδαλίζω, εμπόδιο, ξενέρωμα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, οδηγώ κτ στη φτώχεια, βλάπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rovinato
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il gatto ha rovinato il divano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο. |
χαλάω, καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I suoi commenti maligni mi hanno rovinato la serata. Τα πικρόχολα σχόλιά της κατέστρεψαν το απόγευμά μου. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: π.χ. μια γιορτή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια
Nathan si è rovinato la media quando si è scordato i compiti per casa. |
καταστρέφω(economicamente) (οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio bisnonno è stato un uomo ricco fino a quando il crollo della borsa del 1929 non lo ha rovinato. Ο προπάππος μου ήταν πλούσιος μέχρι που τον κατέστρεψε το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929. |
διαλύω, καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho rovinato completamente la zuppa aggiungendo troppo sale. Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι. |
κάνω κτ να σαπίσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cibi e bevande zuccherati rovinano i denti. |
καταστρέφω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro fece uno sbaglio stupido, che però lo rovinò. |
χαλάω, καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαλάω, χαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai detto a Mary che stavamo preparando una festa per il suo compleanno? Adesso hai rovinato la sorpresa! Είπες στη Μαίρη ότι σχεδιάζαμε ένα πάρτι για τα γενέθλιά της; Χάλασες την έκπληξη τώρα! |
προκαλώ χάος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai completamente rovinato la presentazione del lavoro. Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης. |
χαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incidente ha rovinato la verniciatura. |
ξεσκίζω, σκοτώνω(una canzone, ecc.) (μτφ: τραγούδι, σκοπός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo smesso di invitare Bob al karaoke perché rovina ogni canzone. |
χαλάω, χαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cattivo umore di Neil guastò a tutti la giornata al mare. Η κακή διάθεση της Νιλ χάλασε σε όλους τη μέρα στην ακρογιαλιά. |
δηλητηριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'infedeltà di Nina ha rovinato la sua relazione con il marito. Η απιστία της Νίνα δηλητηρίασε τη σχέση της με τον σύζυγό της. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (reputazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scandalo rovinò la reputazione del politico, che non lavorò mai più. Το σκάνδαλο κατέστρεψε τη φήμη του πολιτικού· δεν εργάστηκε ποτέ ξανά. |
σπάω, χαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σύνολο, σετ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il collezionista non vuole interrompere la collezione. |
καταστρέφω, πλήττω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arresto di un diplomatico ha guastato i rapporti tra i due paesi. |
μου κόβεται η όρεξηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non far mangiare caramelle ai bambini questo pomeriggio, gli rovineranno l'appetito. |
εξασθενώ, αποδυναμώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοτώνω, εκτελώ(figurato: fare male) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che baccano! Stai massacrando la mia canzone preferita! Τι θόρυβος! Σκοτώνεις το αγαπημένο μου τραγούδι! |
χαλάω, χαλώ(informale, figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ruggine mi ha mangiato la macchina. |
καταστρέφω(colloquiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il download di quel file corrotto ha incasinato il mio portatile. |
χαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (την όψη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La notte scorsa dei vandali hanno deturpato la parete dell'edificio. |
λαβώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lama ha soltanto danneggiato il braccio del soldato. |
παραμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'attacco con l'acido sfigurò numerosi passanti. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Distrusse tutti i suoi sogni di andare all'università. Ρήμαξε κάθε ίχνος επιθυμίας που είχε να πάει στο πανεπιστήμιο. |
συντρίβω, καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: reputazione, ecc.) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reputazione di Andrew fu distrutta da pettegolezzi feroci. |
κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il succo d'arancia ha rovinato il meccanismo del giocattolo. Ο χυμός πορτοκάλι φράκαρε (or: μπλόκαρε) τις ταχύτητες του παιχνιδιού. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scandalo ha distrutto la reputazione del politico. Το σκάνδαλο αμαύρωσε τη φήμη του πολιτικού. |
μουτζουρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini hanno rovinato il muro con i pastelli. Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους. |
κάνω κτ θάλασσα(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi fermo, prima di guastare tutto. |
κακομεταχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (trattare malamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore, non maltrattare la tastiera picchiando sui tasti. Μην κακομεταχειρίζεσαι το πληκτρολόγιο χτυπώντας δυνατά τα πλήκτρα. |
βουλιάζω, ναυαγώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η εταιρεία βούλιαξε (or: ναυάγησε) εξαιτίας της απερίσκεπτης σπατάλης του διευθυντή της. |
σκοτώνω, εκτελώ(figurato) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πολλοί θαυμαστές της πιστεύουν πως ο σκηνοθέτης κατέστρεψε το μυθιστόρημά της. |
καταστρέφω, διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pioggia ha rovinato il programma di Melanie di fare un pic nic. Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ. |
χαλάω, χαλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Richard era infelice per via dei suoi programmi rovinati. Ο Ρίτσαρντ ήταν στενοχωρημένος γιατί χάλασαν τα σχέδιά του. |
ευτελήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se lo bruci adesso, il miscuglio sarà rovinato. |
που έχει καταστραφεί, που έχει διαλυθεί, που έχει γκρεμιστείaggettivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un solo errore e tutto quello per cui aveva lavorato il ministro fu rovinato. |
κατεστραμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La città devastata è stato uno shock per i soccorritori. Η κατεστραμμένη πόλη ήταν ένα σοκαριστικό θέαμα για τους αξιωματούχους. |
εξασθενημένος, αποδυναμωμένος(materiale) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κατεστραμμένος, διαλυμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διάτρητοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era un accordo corrotto: il sindaco aveva fatto in modo che il contratto arrivasse ai suoi amici. Η συμφωνία ήταν βρόμικη. Ο δήμαρχος φρόντισε το συμβόλαιο να πάει στους φίλους του. |
κατεστραμμένοςaggettivo (figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'azienda cercò di porre rimedio al danno alla propria reputazione. |
κατεστραμμένος(figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κατεστραμμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La ferita al ginocchio del calciatore ha distrutto le sue speranze. |
κατεστραμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il guasto al motore vanificò le speranze di Nigel di vincere la gara. L'artista si è rovinato la reputazione dopo la vicenda delle falsificazioni. |
χρεοκοπημένος(finanziariamente) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'imprenditore fallito era deciso a iniziare tutto daccapo. |
χαλασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
την πάτησα(informale) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se scoprono che hai parlato sei spacciato. |
σαραβαλιασμένος, σμπαραλιασμένοςaggettivo (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quando è arrivato il pacco era così ammaccato che sembrava che lo avesse investito una macchina! |
κατεστραμμένοςaggettivo (figurato) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dopo l'accusa provata di corruzione, la sua carriera politica è stata distrutta. |
αποτυχημένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Hannah aveva due imprese fallite alle spalle, ma poi una delle sue idee imprenditoriali decollò. Η Χάνα είχε δυο αποτυχημένες προσπάθειες πριν σημειώσει επιτυχία μια από τις επιχειρηματικές της ιδέες. |
κηλιδωμένος, αμαυρωμένοςaggettivo (figurato) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dopo lo scandalo il politico fece di tutto per ripristinare la sua reputazione rovinata. Μετά το σκάνδαλο ο πολιτικός έκανε ότι μπορούσε για να αποκαταστήσει την αμαυρωμένη φήμη του. |
χαλασμένος(macchinari) (μηχανή) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dovremo andare a piedi perché il motore è guasto. |
χαλασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Penso che queste mele siano guaste. Sono rimaste qui per un mese. |
τελειωμένοςaggettivo (καθομιλουμένη, μτφ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quell'uomo non ha più speranze: è finito. |
spoiler alertverbo transitivo o transitivo pronominale (trama di un film, di una storia, ecc.) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ανατρέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pioggia intensa rovinò i nostri piani di andare alla spiaggia. |
χαλάω το όνομα κάποιου(ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανατρέπω, αποτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il signor Richards ha rovinato i piani del signor Johnson quando ha rivelato nuove informazioni sul progetto. |
επισκιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (situazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βανδαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha arrestato due giovani che hanno danneggiato una statua. |
εμπόδιοverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I temporali improvvisi possono rovinare la festa alla corsa di domani. Οι ισχυρές βροχοπτώσεις ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο για την πραγματοποίηση του πρωινού αγώνα. |
ξενέρωμαverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La festa è stata rovinata quando Paolo è caduto e si è ferito. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Contavo su di lui per fare i calcoli correttamente, ma ha fatto un casino. Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα. |
οδηγώ κτ στη φτώχεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La dipendenza dal gioco d'azzardo del padre ha rovinato la famiglia. |
βλάπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fiori sono stati rovinati leggermente dalla brina. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rovinato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rovinato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.