Τι σημαίνει το risolvere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης risolvere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του risolvere στο Ιταλικό.

Η λέξη risolvere στο Ιταλικό σημαίνει λύνω, λύνω, λύνω, λύνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, επιλύω, λύνω, απαντάω, βρίσκω τη λύση, λύνω, ξεκλειδώνω, ολοκληρώνω με κτ, λύνω, επιδιορθώνω, λύνω, βγάζω άκρη με κτ, λύνω, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω, προσπαθώ να κατανοήσω κτ, προσπαθώ να καταλάβω κτ, αποφασίζω για κτ, λύνω κτ μέσω της συζήτησης, αυτός που λύνει προβλήματα, τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω, αποτελεί λύση της εξίσωσης, λύνω το μυστήριο, διακανονίζω ξανά, επιλύω ξανά, λύνω τις διαφορές μου, επίλυση προβλημάτων, βρίσκω και επιλύω πρόβλημα, προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης risolvere

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai già risolto l'indovinello?
Έλυσες το γρίφο;

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Natalie risolse il problema dei suoi debiti facendo un secondo lavoro.
Η Νάταλι έλυσε το πρόβλημα του χρέους της πιάνοντας δεύτερη δουλειά.

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come hai risolto quel problema matematico?
Πώς έλυσες εκείνο το πρόβλημα μαθηματικών;

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry risolse il mistero del cibo che scompariva durante la notte quando scoprì Oliver che camminava nel sonno verso il frigorifero.
Ο Χάρι έλυσε το μυστήριο του φαγητού που χάνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας όταν ανακάλυψε ότι ο Όλιβερ πήγαινε υπνοβατώντας στο ψυγείο.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, επιλύω, λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sto ancora cercando di risolvere quest'ultima definizione del cruciverba.
Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω αυτό τον τελευταίο ορισμό στο σταυρόλεξο.

απαντάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ερωτήσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli studenti hanno lavorato sodo per risolvere tutti i problemi di matematica.
Οι μαθητές δούλεψαν σκληρά για να λύσουν όλα τα προβλήματα των μαθηματικών.

βρίσκω τη λύση

verbo transitivo o transitivo pronominale (caso, mistero)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sherlock Holmes trovava sempre il colpevole: risolveva tutti i casi.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualunque cosa io tenti, non riesco a risolvere il problema.

ξεκλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ricerche accademiche avevano risolto uno dei più grandi misteri del mondo antico.

ολοκληρώνω με κτ

(questione)

Risolviamo questa questione una volta per tutte.
Ας τελειώσουμε μ' αυτό το ζήτημα μια και καλή.

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno risolto la loro disputa pacificamente.
Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα.

επιδιορθώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un problema)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa guida vi aiuterà a individuare e risolvere i problemi più comuni del sistema.

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lavorando insieme, i programmatori risolsero il problema con il codice.

βγάζω άκρη με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno molti problemi da risolvere nel loro matrimonio. // I rapporti tra la dirigenza e il sindacato sono molto tesi. Non si capisce come riusciranno a trovare una soluzione a questa controversia.
Πρέπει να λύσουν πολλά προβλήματα στον γάμο τους.

αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπαθώ να κατανοήσω κτ, προσπαθώ να καταλάβω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφασίζω για κτ

Il partito sta chiedendo dei commenti ai suoi membri prima di stabilire un piano d'azione. // La loro madre gli ha risolto il problema.

λύνω κτ μέσω της συζήτησης

verbo transitivo o transitivo pronominale (con il dialogo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jen e suo marito vanno da uno psicologo per cercare di superare i propri dissidi attraverso il dialogo.

αυτός που λύνει προβλήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Risolvetevela con la forza tra di voi, io mi tengo fuori!

αποτελεί λύση της εξίσωσης

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λύνω το μυστήριο

verbo transitivo o transitivo pronominale (anche figurato: mistero)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διακανονίζω ξανά, επιλύω ξανά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λύνω τις διαφορές μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I fratelli alla fine hanno appianato le loro divergenze dopo molti mesi di disaccordi.

επίλυση προβλημάτων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Maria sa aiutarmi in qualsiasi circostanza grazie alla sua spiccata capacità di risolvere i problemi.

βρίσκω και επιλύω πρόβλημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adam è stato assunto dall'azienda per identificare e risolvere i problemi.

προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων

(Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sistema informatico è così malmesso che passiamo la maggior parte del nostro tempo a risolvere problemi.
Το σύστημα του υπολογιστή είναι τόσο χάλια που αφιερώναμε τον περισσότερο χρόνο μας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του risolvere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.