Τι σημαίνει το riservato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης riservato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του riservato στο Ιταλικό.
Η λέξη riservato στο Ιταλικό σημαίνει κρατάω, κρατώ, αναβάλλω, διαθέτω, παρέχω, κλείνω, κρατάω, κρατώ, κρατάω, επιφυλάσσω, κάνω κράτηση, προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό, δώσε στον εαυτό σου, φυλάω, κρατάω, κρυψίνους, μυστικοπαθής, αμίλητος, απαγορευμένος, μαζεμένος, σφραγισμένος, ειδικός, προσωπικός, ιδιωτικός, μυστικός, κρατημένος, κλεισμένος, εμπιστευτικός, απόρρητος, συνεσταλμένος, εμπιστευτικός, που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινό, που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινό, σεμνότυφος, συγκρατημένος, κλειστός, εσωστρεφής, που κρύβει κτ, που κρύβεται για κτ, κλειστός, ντροπαλός, πριβέ, μετριόφρων, σεμνός, συνεσταλμένος, φρόνιμος, διακριτικός, διακριτικός, ντροπαλός, διστακτικός, άτολμος, ντροπαλός, εσωστρεφής, απόμακρος, ολιγόλογος, επιφυλακτικός, μη εκδηλωτικός, μη διαχυτικός, ντροπαλός, που έχει κλειστεί στον εαυτό του, απόρρητος, κλειστός, κουμπωμένος, χαμηλού προφίλ, ήσυχος, συγκρατημένος, απόρρητος, προορίζω κτ για κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης riservato
κρατάω, κρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina ha riservato un posto a sedere per la sua amica. Η Τίνα κράτησε θέση για τον φίλο της. |
αναβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald non era sicuro del cantante, ma decise di riservare il giudizio finché non avesse sentito tutta la canzone. |
διαθέτω, παρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Allocheremo 30 ore per questo progetto. |
κλείνω, κρατάω, κρατώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prenoteremo dei posti sul primo volo. Θα κάνουμε κράτηση στην πρωινή πτήση. |
κρατάω(riservare) (ρεζερβέ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tieni quei tavoli al lato per il direttore e la sua squadra. Κράτησε αυτά τα τραπέζια σε μια άκρη για το διευθυντή και την ομάδα του. |
επιφυλάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nessuno sa cosa ha in serbo per noi il futuro. |
κάνω κράτησηverbo transitivo o transitivo pronominale (σε/για κτ ή με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Malcolm ha prenotato una stanza con vista sul mare per il suo soggiorno. Ο Μάλκολμ έχει κλείσει (or: κρατήσει) ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα για τη διαμονή του. |
προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel nuovo bilancio erano stati destinati pochi fondi alla formazione professionale. |
δώσε στον εαυτό σουverbo transitivo o transitivo pronominale (χρόνος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Calcolate 15 minuti per completare la seconda parte del test. |
φυλάω, κρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La famiglia riservò una camera da letto per gli ospiti. Η οικογένεια κράτησε το ένα υπνοδωμάτιο για να το χρησιμοποιεί για τους επισκέπτες. |
κρυψίνους, μυστικοπαθήςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È così riservato che non racconta niente a meno che non lo si implori. Είναι τόσο κρυψίνους (or: μυστικοπαθής) που δε θα σου πει τίποτα, εκτός αν τον παρακαλέσεις. |
αμίλητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαγορευμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Questa è un'area riservata: solo il personale autorizzato può oltrepassare questo punto. Αυτή είναι περιοχή περιορισμένης πρόσβασης. Μόνο το εξουσιοδοτημένο προσωπικό επιτρέπεται να προχωρήσει πέρα από αυτό το σημείο. |
μαζεμένος(persona) (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) È piuttosto riservato finché non conosce meglio le persone; poi parla senza sosta. Είναι αρκετά κλειστός μέχρι να σε γνωρίσει. Μετά μιλά ασταμάτητα. |
σφραγισμένος(documento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ειδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι ηθοποιοί πρέπει να χρησιμοποιούν την ειδική είσοδο πίσω από το θέατρο. |
προσωπικός, ιδιωτικός(confidenziale) (μη δημόσιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è un'informazione personale, per favore non riferirla a nessuno. Αυτές είναι ιδιωτικές πληροφορίες. Σε παρακαλώ να μην τις επαναλάβεις σε κανένα. |
μυστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per motivi di sicurezza era fondamentale che il pubblico non venisse a sapere della missione segreta. |
κρατημένος, κλεισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ci sono otto tavoli riservati per stasera e solo due liberi. Απόψε υπάρχουν οκτώ κρατημένα τραπέζια στο εστιατόριο και μόνο δύο είναι ελεύθερα. |
εμπιστευτικός, απόρρητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stata condannata per aver divulgato informazioni riservate. Καταδικάστηκε για διακίνηση απόρρητων πληροφοριών. |
συνεσταλμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) È stata dura per Thomas farsi valere a causa della sua personalità riservata. |
εμπιστευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questi documenti sono riservati e ti prego di maneggiarli con attenzione. |
που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινόaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινόaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σεμνότυφοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συγκρατημένοςaggettivo (introverso) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Zach è molto riservato, soprattutto riguardo al sesso. |
κλειστός, εσωστρεφήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio padre era una persona tranquilla, timida e riservata. |
που κρύβει κτ, που κρύβεται για κτaggettivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jennine smise di tingersi i capelli e di essere riservata in merito alla sua età. Ο γερουσιαστής ήταν μυστικοπαθής σχετικά με τα σχέδιά του να κατέβει για κυβερνήτης. |
κλειστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un evento privato; le serve un invito per entrare. |
ντροπαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La ragazzina era così timida che si nascondeva dietro le gambe della madre quando qualcuno le parlava. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν ανέκαθεν σεμνό και συνεσταλμένο παιδί. |
πριβέaggettivo (καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Questo club esclusivo è solo per chi si è laureato alla Oxford University. |
μετριόφρωνaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate era molto modesta e non le piaceva ricevere attenzioni. Η Κέιτ ήταν πολύ μετριόφρων και δεν της άρεσε η πολύ προσοχή. |
σεμνός, συνεσταλμένος, φρόνιμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ragazzo è abbastanza riservato quando ci sono in giro gli adulti. |
διακριτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il maggiordomo diede un discreto colpetto di tosse. |
διακριτικός(αυτός που δεν είναι εμφανής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντροπαλός, διστακτικός, άτολμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stan da bambino era timido, ma da adulto diventò piuttosto sicuro di sé e amichevole. |
ντροπαλός, εσωστρεφής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio figlio è piuttosto introverso; mi piacerebbe che fosse più socievole! |
απόμακροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gwen sembra distaccata, ma in realtà è solo timida. |
ολιγόλογος, επιφυλακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il bambino era di umore taciturno e si rifiutava di parlare con chiunque. |
μη εκδηλωτικός, μη διαχυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντροπαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ragazzino timido aveva paura di parlare con le ragazze. |
που έχει κλειστεί στον εαυτό τουaggettivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da dopo l'incidente Ned era diventato introverso. Μετά το ατύχημα, ο Νεντ έχει κλειστεί στον εαυτό του. |
απόρρητοςaggettivo (informazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha passato molte informazioni riservate alla stampa. Διέρρευσε πολλές απόρρητες πληροφορίες στον τύπο. |
κλειστός, κουμπωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio capo è riservato riguardo la sua vita privata. |
χαμηλού προφίλ
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ήσυχοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sam è un uomo tranquillo. Ο Σαμ είναι ένας ήσυχος άνθρωπος. |
συγκρατημένος(άτομο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dentro di sé Mark scoppiava di felicità, ma rimase esternamente controllato. Alla fine Belinda diede sfogo alla rabbia che aveva fino ad allora trattenuto. |
απόρρητος(anglicismo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La notizia è stata dichiarata top secret e non si è potuto renderla nota al pubblico. |
προορίζω κτ για κπ/κτ
Abbiamo riservato le sedie nell'angolo per la cerimonia di domani. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του riservato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του riservato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.