Τι σημαίνει το riempire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης riempire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του riempire στο Ιταλικό.
Η λέξη riempire στο Ιταλικό σημαίνει -, γεμίζω, γεμίζω, παραγεμίζω, επιχωματώνω, γεμίζω, γεμίζω, συμπληρώνω, γεμίζω, ανεφοδιάζω, είμαι γεμάτος, γεμίζω, γεμίζω, στριμώχνω, γεμίζω, γεμίζω, στριμώχνω, παραγεμίζω, συμπληρώνω, γεμίζω, ξαναγεμίζω, γεμίζω, παραγεμίζω, φορτώνω, γεμίζω, δίδω ένα σωρό, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πνίγω κπ στα φιλιά, φορτώνω χρέη, χαροποιώ, παραγεμίζω, αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσω, παραγεμίζω, γεμίζω κτ με κτ άλλο, βρομίζω, γεμίζω κτ με κτ, φορτώνω, υπερπληρώ, κάνω κπ να κάνει κτ, δίνω σημασία σε κπ, αρμολογώ, κορεννύω, προσφέρω επίμονα, φορτώνω, πνίγω, φορτώνω κπ με κτ, παραφορτώνω κπ με κτ, βομβαρδίζω, γεμίζω, γεμίζω κτ με κτ, παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ, η ενασχόληση με τη σύνταξη εκθέσεων ή εργασιών, γεμίζω μέχρι πάνω, γεμίζω εντελώς, διακοσμώ με αστέρια, φορτώνω, ξαναγεμίζω, βάζω κουκκίδα, σαπουνίζω, γεμίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης riempire
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ho riempito la tanica di benzina. Γέμισα το ντεπόζιτο με βενζίνη. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha riempito la bottiglia d'acqua. Γέμισε το μπουκάλι με νερό. |
γεμίζω, παραγεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιχωματώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (cavità: con materiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riempi la tua tazza di tè prima che smettano di servirlo. Γέμισε το φλιτζάνι σου πριν σταματήσουν να σερβίρουν τσάι. |
γεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È rimasto un goccio nella bottiglia. Aspetta che ti riempio il bicchiere. |
συμπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica: campi, moduli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Selezionare il database desiderato per riempire questo modulo. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (serbatoio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alison ha riempito il serbatoio della benzina. Η Άλισον γέμισε το ντεπόζιτο της βενζίνης. |
ανεφοδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (di merce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando il furgone scaricherà potremo rifornire gli scaffali con nuova merce. |
είμαι γεμάτοςverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάποιους/κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Hanno riempito la sala da concerto a tal punto che non si riusciva nemmeno a vedere il complesso. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο τραγουδιστής, αν και τόσο νέος, κατάφερε να γεμίσει ένα ολοκληρο στάδιο με κόσμο. |
γεμίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo ricaricare il cellulare perché ho quasi finito il credito. Πρέπει να γεμίσω το κινητό μου γιατί σχεδόν έχω ξεμείνει από μονάδες. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'impiegato del supermercato stava riempiendo gli scaffali quando Simon gli chiese in quale corridoio fosse il cioccolato. Ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ γέμιζε τα ράφια, όταν ο Σάιμον τον ρώτησε σε ποιον διάδρομο ήταν οι σοκολάτες. |
στριμώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: tempo) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avevo solo quattro ore di sosta a Tokyo, ma sono riuscita a infilarci molte cose. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le scatole hanno riempito tutto lo sgabuzzino. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joseph ha riempito il buco con del cemento per riparare la perdita. |
στριμώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: impegni, attività, ecc.) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia moglie riempie sempre la giornata con parecchie attività. |
παραγεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non compili tutte le risposte nel foglio, il sorvegliante si insospettirà. Αν δεν συμπληρώσεις όλες τις απαντήσεις στο έντυπο, ο επιθεωρητής θα αρχίσει να έχει υποψίες. |
γεμίζω(ανάκατα πράγματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ingombrare la mia scrivania con le tue scartoffie! Μην μου γεμίζεις το γραφείο με χαρτιά! |
ξαναγεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεμίζω, παραγεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marilyn sta imbottendo i cuscini delle sedie. Η Μέρλιν γεμίζει τα μαξιλάρια της καρέκλας. |
φορτώνω, γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo caricato la macchina e siamo partiti per la spiaggia. |
δίδω ένα σωρόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il re ricoprì i suoi uomini di ricompense. Ο βασιλιάς έδωσε ένα σωρό βραβεία στους άνδρες του. |
πιτσιλάω, πιτσιλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πνίγω κπ στα φιλιά
Detesto quando zia Gussie mi soffoca di baci! |
φορτώνω χρέηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il restauro di quella casa lo ha caricato di debiti. |
χαροποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La notizia nella lettera di Julia riempirà di gioia il lettore. |
παραγεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo spettacolo delle stelle cadenti mi riempie sempre di meraviglia. |
παραγεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεμίζω κτ με κτ άλλοverbo transitivo o transitivo pronominale (με ακατάστατο τρόπο) Per favore portati via le tue cose. Non devi riempire alla rinfusa la mia auto. Σε παρακαλώ, πάρε μαζί σου τα υπάρχοντά σου. Δεν χρειάζεται να τα σωριάζεις στο αμάξι μου. |
βρομίζω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεμίζω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Brendan ha riempito il mio bicchiere di vino. Ο Μπρένταν γέμισε το ποτήρι μου με κρασί. |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho riempito il carrello di spesa. |
υπερπληρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η εταιρία παραγέμισε με εμπόρευμα την αποθήκη και τώρα δυσκολεύται να το πουλήσει. |
κάνω κπ να κάνει κτ(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω σημασία σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ieri il capo si è portato il cane in ufficio e tutti hanno riempito l'animale di attenzioni. Εχτές, το αφεντικό έφερε το σκυλί του στη δουλειά και όλοι ασχολούνταν μ' αυτό. |
αρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κορεννύωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La tazza era già piena fino all'orlo |
προσφέρω επίμοναverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi riempirono di vino prima di darmi la notizia. Μου πρόσφεραν επίμονα κρασί πριν να μου αναφέρουν τα νέα. |
φορτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πνίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: κπ με κτ, κπ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La madre di Imogen la riempiva di attenzioni. Η μητέρα της Ίμοτζεν την έπνιγε με την προσοχή της. |
φορτώνω κπ με κτ, παραφορτώνω κπ με κτ(figurato: dare troppo) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) Ο Μπιλ είναι καλός δάσκαλος, αλλά τείνει να παραφορτώνει τους μαθητές του με πληροφορίες. |
βομβαρδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (di domande, ecc.) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Smettila di inondarmi di domande! Σταμάτα να με βομβαρδίζεις με ερωτήσεις! |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan riempì il secchio di acqua saponata. |
γεμίζω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ράφι με προϊόντα) Maria stava riempiendo gli scaffali di scatolette di fagioli. Η Μαρία γέμιζε τα ράφια με κονσέρβες φασολιών. |
παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ
Ο Τομ τίγκαρε το σακίδιό του με άχρηστα αντικείμενα. |
η ενασχόληση με τη σύνταξη εκθέσεων ή εργασιών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γεμίζω μέχρι πάνω, γεμίζω εντελώςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακοσμώ με αστέριαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli studenti hanno ornato di stelle i loro progetti d'arte. |
φορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La piogge primaverili hanno riempito gli alberi di frutti. Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα. |
ξαναγεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω κουκκίδαverbo transitivo o transitivo pronominale Il parabrezza della macchina era pieno di schizzi di fango, il che disturbava la visuale. La maglia di Mike era piena di schizzi di fango perché aveva corso sotto la pioggia. |
σαπουνίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάποιους/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I collaboratori del candidato hanno riempito la sala di sostenitori solidali. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του riempire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του riempire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.