Τι σημαίνει το regolarsi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης regolarsi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του regolarsi στο Ιταλικό.
Η λέξη regolarsi στο Ιταλικό σημαίνει προσαρμόζω, συχνός, που έχει καταχωρηθεί, ξαναρυθμίζω, ρυθμίζω, ελέγχω, προσαρμόζω με ακρίβεια, τακτικός, βιδώνω, ομαλός, κανονικός, συγχρονίζω, επαναλαμβανόμενος, ομαλός, σταθερός, τακτικός, συντονίζω, συγχρονίζω, δικαιολογημένος, προσαρμόζω, διορθώνω, συντονίζω, ρυθμίζω, ρυθμίζω, προσαρμόζω, κόβω, κουρεύω, διαμορφώνω, φυσιολογικός, κανονικός, κανονικός, τυπικός, κόβω, ρυθμίζω, ορίζω, καθορίζω, συνήθης, ομαλός, λείος, πάτσι, επίσημος, ρυθμίζω, εξοφλώ, αποπληρώνω, κάνω ευθυγράμμιση, νόμιμη οδός, ομαλό ρήμα, παίρνω το αίμα μου πίσω, όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκταση, τα βρίσκω, κλείνω παλιούς λογαριασμούς, παίρνω εκδίκηση από κπ, ορίζω τον ρυθμό, κεντράρω, διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ, κουρδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης regolarsi
προσαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Zelda ha regolato il colore del monitor del computer. Η Ζέλντα διόρθωσε το χρώμα στην οθόνη του υπολογιστή. |
συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η συχνή χρήση αναλγητικών ίσως οδηγήσει σε εθισμό. |
που έχει καταχωρηθείaggettivo (pagamenti: non in nero) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questi pagamenti erano regolari o in nero? |
ξαναρυθμίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Naomi aveva notato che il suo orologio andava indietro e lo regolò. Η Ναόμι παρατήρησε ότι το ρολόι της πήγαινε αργά και το ξαναρύθμισε. |
ρυθμίζω, ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un sistema di valvole regola l'afflusso di lubrificante. Μια σειρά από βαλβίδες ρεγουλάρει τη ροή του λιπαντικού. |
προσαρμόζω με ακρίβειαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non è riuscito in alcun modo a regolare la radio usando la manopola. |
τακτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il medico chiese a Linda se aveva un ciclo regolare. Ο γιατρός ρώτησε τη Λίντα εάν είχε κανονική (or: φυσιολογική) περίοδο. |
βιδώνω(ανάλογα με την περίσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ομαλόςaggettivo invariabile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La flessione di questo verbo è regolare. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτή είναι μια ομαλή κλίση του συγκεκριμένου ρήματος. |
κανονικόςaggettivo (χωρίς διακυμάνσεις) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo polso era molto regolare. Ο σφυγμός του ήταν κανονικός. |
συγχρονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo regolato il motore in modo che le candele si accendano ai giusti intervalli. |
επαναλαμβανόμενοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La gonna di Mary ha un motivo regolare a cerchietti. Η φούστα της Μαίρης είχε ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο με μικροσκοπικά κυκλάκια. |
ομαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I meccanismi regolati dell'orologio fanno sì che suoni ogni ora. |
σταθερός, τακτικόςaggettivo (π.χ. πελάτης) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trevor è un bevitore regolare, beve la maggior parte delle sere da quando torna dal lavoro fino a quando va a letto. |
συντονίζω, συγχρονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil ha cercato di sincronizzare gli altoparlanti. |
δικαιολογημένος(λόγος, ενέργεια) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il costo elevato di questi dipinti è giustificato per la loro bellezza. |
προσαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il quadro sul muro è storto, puoi sistemarlo? Ο πίνακας στον τοίχο είναι στραβός. Σε παρακαλώ φτιάξ' τον. |
συντονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ha sintonizzato la radio sulla sua stazione preferita. Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό. |
ρυθμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρυθμίζω, προσαρμόζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo regolare questa cinta, è troppo larga. |
κόβω, κουρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il barbiere tagliò i capelli a John. Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον. |
διαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arredatore ha sistemato la stanza con gusto. |
φυσιολογικός, κανονικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I risultati delle tue analisi sono tutti normali. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος που έκανες είναι όλα φυσιολογικά (or: κανονικά). |
κανονικός, τυπικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La temperatura normale qui è 70° F. Η τυπική θερμοκρασία εδώ είναι 70 βαθμοί Φάρεναϊτ. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry si spunta la barba regolarmente. Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του. |
ρυθμίζω(motori, auto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio amico meccanico mi ha messo a punto la macchina. |
ορίζω, καθορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La costituzione stabilisce le procedure decisionali del consiglio. |
συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La procedura usuale di fare le cose non funzionava per questo problema. Η συνήθης προσέγγιση δεν ισχύει για αυτό το πρόβλημα. |
ομαλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lavoro di Tim è di accertarsi del corretto (or: normale) funzionamento dei sistemi della fabbrica. Η δουλειά του Τιμ είναι να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των συστημάτων του εργοστασίου. |
λείοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei ha smerigliato il tavolo per rendere la superficie uniforme. Έτριψε με γυαλόχαρτο το τραπέζι για να κάνει την επιφάνεια λεία. |
πάτσι(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ecco i tuoi soldi. Abbiamo pareggiato il debito ora? Ορίστε τα χρήματά σου. Είμαστε πάτσι τώρα; |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un segnale ufficiale di attenzione che bisogna rispettare. |
ρυθμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (orologi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho appena cambiato la batteria dell'orologio, quindi devo impostare di nuovo l'ora. |
εξοφλώ, αποπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ευθυγράμμιση(για τροχούς) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νόμιμη οδόςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se si viene arrestati, si ha diritto a un regolare processo. |
ομαλό ρήμαsostantivo maschile In inglese, "Walk" è un verbo regolare ma "be" è irregolare.
In francese, "aimer" è un verbo regolare, "être" è irregolare. |
παίρνω το αίμα μου πίσω(figurato: vendicarsi) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκτασηlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα βρίσκωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi pagare il conto? Regolerò i conti con te dopo. |
κλείνω παλιούς λογαριασμούςverbo transitivo o transitivo pronominale (eufemismo: vendicarsi) (μεταφορικά) |
παίρνω εκδίκηση από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (vendicarsi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ορίζω τον ρυθμόverbo transitivo o transitivo pronominale (ritmo, velocità, passo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La cosa più importante quando si fa una maratona è che regoli il passo. Το πιο σημαντικό στο τρέξιμο ενός μαραθωνίου είναι να βρεις ρυθμό. |
κεντράρωverbo transitivo o transitivo pronominale (automobile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non si regolano gli elettrodi delle candele, il motore perde colpi. |
διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ(κάτι με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sarò contento finché non ho sistemato le cose con mio fratello. |
κουρδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μουσικό όργανο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του regolarsi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του regolarsi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.