Τι σημαίνει το read στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης read στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του read στο Αγγλικά.

Η λέξη read στο Αγγλικά σημαίνει διαβάζω, δείχνω, διαβάζω για κτ/κπ, διαβάζω, εκλαμβάνω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, ανάγνωσμα, πάω, διαβάζω, μελετάω, μελετώ, διαβάζω, διαβάζω, συμπεραίνω, μελετάω, μελετώ, παίρνω τις μετρήσεις, ακούω, λέω, γράφω, συνεχίζω να διαβάζω, διαβάζω δυνατά, διαβάζω, μελετώ, επανεξετάζω, διαβάζω προσεκτικά, διαβάζω, μελετώ, διαβάζω, ερευνώ, ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ, διαβάζω τα χείλη, διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ, δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω, διαβάστε τα νέα, ξαναδιαβάζω, κοιτάω πίσω από τις λέξεις, διαβάζω με ευκολία, διαβάζω με ευκολία, καταλαβαίνω κάτι από κάτι, διαβάζω δυνατά, μαλώνω, τιμωρώ, αποδεικτικό ανάγνωσης, διαβάζω τη σκέψη κάποιου, λέω τα φύλλα του τσαγιού, ψέλνω τον εξάψαλμο, ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ, μνήμη μόνο για ανάγνωση, ανάγνωση σεναρίου, ανάγνωση, παίζω prima vista, παίζω πρίμα βίστα, διαβάζω από μέσα μου, παίζω χωρίς προβα, διαβάζω στα γρήγορα, θεωρώ κτ δεδομένο, θεωρώ δεδομένο ότι/πως, που έχει διαβάσει πολύ, πολυδιαβασμένος, πολυδιαβασμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης read

διαβάζω

transitive verb (text)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I read the newspaper every day.
Διαβάζω εφημερίδα καθημερινά.

δείχνω

transitive verb (measure: indicate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thermometer reads 22 degrees.
Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς.

διαβάζω για κτ/κπ

(read on the topic of)

I read about your accident in the newspaper.
Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα.

διαβάζω

intransitive verb (read written matter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She reads every night before going to sleep.
Διαβάζει κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο.

εκλαμβάνω

transitive verb (interpret)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I read the article as critical of the government. What do you think?
Αυτό το άρθρο το εκλαμβάνω ως αρνητική κριτική προς την κυβέρνηση. Εσύ τι νομίζεις;

διαβάζω

intransitive verb (be able to read)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My grandmother can't read.
Η γιαγιά μου δεν ξέρει να διαβάζει.

διαβάζω

intransitive verb (speak text aloud)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teacher read and the children listened.
Ο δάσκαλος διάβαζε και τα παιδιά άκουγαν.

διαβάζω

transitive verb (speak text aloud)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She read the joke to us.
Μας διάβασε το ανέκδοτο.

ανάγνωσμα

noun (colloquial (experience of reading) (επίσημο, λόγιος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This mystery story is a good read - full of excitement.

πάω

intransitive verb (have a given wording)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Listen closely to the wording, and note how it reads.

διαβάζω, μελετάω, μελετώ

intransitive verb (learn of by reading)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As far as philosophy is concerned, I prefer to read rather than attend classes.

διαβάζω

transitive verb (be able to understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He can read Russian.

διαβάζω

transitive verb (understand by observing) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She read the skies for signs of a storm.

συμπεραίνω

transitive verb (infer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm not sure I read the same meaning from his comments that you do.

μελετάω, μελετώ

transitive verb (to study)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My son is reading Classics at Cambridge University.

παίρνω τις μετρήσεις

transitive verb (take details from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The electricity supplier sends someone to read the meter every year.

ακούω

transitive verb (communications: hear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hello Houston, do you read me?

λέω, γράφω

transitive verb (say, be written)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sign read "Keep off the grass."

συνεχίζω να διαβάζω

phrasal verb, intransitive (continue to read)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω δυνατά

phrasal verb, transitive, separable (recite aloud)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She read the letter out to me over the phone.
Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο.

διαβάζω, μελετώ, επανεξετάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (review, look through)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please read over my report and tell me if you notice any glaring errors. Read the instructions over and make sure you understand what you have to do.
Διάβασε σε παρακαλώ την αναφορά μου και πες μου αν παρατηρείς χτυπητά λάθη.

διαβάζω προσεκτικά

phrasal verb, transitive, inseparable (document: review, read fully)

It is wise to read through any document before signing it. The cast read through the entire script from start to finish.
Είναι φρόνιμο να διαβάζει κάποιος προσεκτικά κάθε έγγραφο πριν βάλει την υπογραφή του. Οι ηθοποιοί διάβασαν προσεκτικά ολόκληρο το σενάριο, από την αρχή ως το τέλος.

διαβάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (play, scene: rehearse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cast read through the entire script from start to finish.

μελετώ, διαβάζω, ερευνώ

phrasal verb, intransitive (study, research)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will read up on the history of Holland before visiting Amsterdam.

ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ

(research)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I like to read up on a subject before expressing an opinion.

διαβάζω τα χείλη

intransitive verb (interpret by looking at [sb]'s mouth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The film didn't have subtitles, so my deaf aunt had to lip-read.

διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ

transitive verb (interpret by watching [sb] speak)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The students lip-read the teacher's instructions.

δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω

transitive verb (re-read)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάστε τα νέα

interjection (newspaper seller's cry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The kiosk sign read "Extra! Extra! Read all about it! RMSTitanic sinks, huge loss of life.".

ξαναδιαβάζω

(read a second time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτάω πίσω από τις λέξεις

verbal expression (figurative (understand [sth] implied) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His speech sounded positive, but if you read between the lines it was actually quite pessimistic.

διαβάζω με ευκολία

transitive verb (find clearly legible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω με ευκολία

transitive verb (understand without effort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That book is simple, intended for children to read easily.

καταλαβαίνω κάτι από κάτι

(infer [sth] from [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω δυνατά

(list: read aloud)

The teacher read off the names of the students who had never been absent.

μαλώνω, τιμωρώ

transitive verb ([sb]: chastise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδεικτικό ανάγνωσης

noun (e-mail notification)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαβάζω τη σκέψη κάποιου

verbal expression (figurative (guess [sb]'s intentions correctly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You must have read my mind; this report is exactly what I would have written.
Πρέπει να διάβασες την σκέψη μου, αυτή η αναφορά είναι ακριβώς ό,τι θα έγραφα κι εγώ.

λέω τα φύλλα του τσαγιού

(predict the future) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your formula for picking a winning horse is no better than reading tea leaves.

ψέλνω τον εξάψαλμο

verbal expression (figurative, informal (reprimand [sb]) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anyone who breaks the school rules can expect the head teacher to read the riot act.

ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ

verbal expression (figurative, informal (reprimand) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My curfew is midnight, but I got home at three in the morning, and my mom read me the riot act.

μνήμη μόνο για ανάγνωση

(computing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάγνωση σεναρίου

noun (play, scene: rehearsal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Let's just do a quick read-through to get familiar with the plot, then we'll start really rehearsing.

ανάγνωση

noun (display of output information)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The engineer checked all of the machine's readouts before turning it off to make repairs.

παίζω prima vista, παίζω πρίμα βίστα

intransitive verb (read music)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω από μέσα μου

transitive verb (read without sounding out letters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω χωρίς προβα

transitive verb (script: read unprepared) (ρόλος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω στα γρήγορα

intransitive verb (read [sth] rapidly for the gist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θεωρώ κτ δεδομένο

verbal expression (UK, informal (with object: assume)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεωρώ δεδομένο ότι/πως

verbal expression (UK, informal (with clause: assume)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει διαβάσει πολύ

adjective (having read a lot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολυδιαβασμένος

adjective (book: read by many)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John Grisham's books are widely read, especially here in the South.

πολυδιαβασμένος

adjective (person: reads a variety)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Madeleine is a very widely-read young lady for her age.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του read στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του read

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.