Τι σημαίνει το review στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης review στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του review στο Αγγλικά.

Η λέξη review στο Αγγλικά σημαίνει ελέγχω, επανεξετάζω, γράφω κριτική για κτ, κάνω επανάληψη σε κτ, κριτική, κριτική, ανάλυση, έλεγχος, -, επιθεώρηση, επανέλεγχος, επανάληψη, επιθεωρώ, επαναξιολογώ, βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο, επιτροπή αξιολόγησης, κριτική βιβλίων, οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση, αξιολόγηση εργαζομένου, αξιολόγηση απόδοσης εργαζομένου, ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, κριτική ταινίας, αξιολόγηση από ομότιμους, αξιολόγηση απόδοσης, διαδικασία ελέγχου ποιότητας, διθυραμβική κριτική, συμβούλιο ελέγχου, συνεδρία αξιολόγησης, συστηματική ανασκόπηση, συστηματική αναθεώρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης review

ελέγχω

transitive verb (check, read)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you review my message before you send it?
Μπορείς να τσεκάρεις το μήνυμά μου πριν το στείλεις;

επανεξετάζω

transitive verb (re-examine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me review what happened to see if we can do anything about it.
Άσε να ξανακοιτάξω τι συνέβη για να δω αν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι'αυτό.

γράφω κριτική για κτ

transitive verb (critique, analyse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The reporter reviewed the new product for the newspaper.
Ο ρεπόρτερ έγραψε μια κριτική για το νέο προϊόν στην εφημερίδα.

κάνω επανάληψη σε κτ

transitive verb (US (revise lessons)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm reviewing my geography for a quiz tomorrow.

κριτική

noun (article: critique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The review did not say many good things about this car.
Η κριτική δεν έλεγε και πολλά καλά για το αυτοκίνητο.

κριτική

noun (hotel, etc.: customer's report)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάλυση

noun (analysis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her review of the scientific study found no problems with the reasoning or methods used.
Από την ανάλυση της επιστημονικής μελέτης που έκανε δεν προέκυψαν προβλήματα ούτε στην επιχειρηματολογία ούτε στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν.

έλεγχος

noun (examination)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He undertook a thorough review of the company's computer security.
Ανέλαβε να κάνει διεξοδικό έλεγχο της ασφάλειας των υπολογιστών της εταιρείας.

-

noun (publication) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The Hollywood Review is a respected movie industry magazine.

επιθεώρηση

noun (military: inspection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The general conducted a formal review of the troops while they stood at attention.

επανέλεγχος

noun (reexamination, reassessment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The school's approach to discipline needs a full review.

επανάληψη

noun (US (revision of lessons before an exam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιθεωρώ

transitive verb (inspect: troops)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The general reviewed the troops before battle.

επαναξιολογώ

transitive verb (view in retrospect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A few years later he reviewed his actions and decided that he would not do things the same way again.

βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο

verbal expression (be examined or reconsidered)

The proposed changes to the law are still under review.
Οι προτεινόμενες αλλαγές του νόμου εξετάζονται ακόμη.

επιτροπή αξιολόγησης

noun (evaluating committee)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The board of review considers appeals by residents who are unable to pay property taxes.

κριτική βιβλίων

noun (critique of a book)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Alexandra writes the book reviews for a national newspaper.

οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση

noun (economic or banking report) (οικονομία)

The company released a financial review.

αξιολόγηση εργαζομένου, αξιολόγηση απόδοσης εργαζομένου

noun (employee appraisal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Every employee has a job performance review at the end of each year.

ανασκόπηση της βιβλιογραφίας

noun (scholarly paper)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Rebecca is writing a literature review summarizing current knowledge on this subject.

κριτική ταινίας

noun (critique of a film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I rarely read movie reviews: I prefer to make my own judgements.

αξιολόγηση από ομότιμους

noun (assessment by one's colleagues)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I completed a peer review of my co-worker's performance.

αξιολόγηση απόδοσης

noun (work appraisal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After a performance review is an appropriate time for a pay raise.

διαδικασία ελέγχου ποιότητας

noun (procedure for assessing [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All the courses offered by the college go through a quality review process.

διθυραμβική κριτική

noun (extremely favourable critique)

The new hit musical opened to rave reviews on Broadway.

συμβούλιο ελέγχου

noun (panel: considers a matter)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
If you are not satisfied with the police department's ruling on a complaint, you could appeal to the review board.

συνεδρία αξιολόγησης

noun (meeting to consider a matter)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A review session will be held at the end of the course.

συστηματική ανασκόπηση, συστηματική αναθεώρηση

noun (thorough and detailed appraisal)

A dissertation should include a systematic review of the relevant literature.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του review στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του review

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.