Τι σημαίνει το ever στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ever στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ever στο Αγγλικά.
Η λέξη ever στο Αγγλικά σημαίνει ποτέ, ποτέ, μα ποτέ, Αν... λέει!, τόσο, πάντα, ως συνήθως, όπως πάντα, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα, ποτέ ξανά, ποτέ ξανά, ποτέ πριν, που αλλάζει διαρκώς, όλο και περισσότερο, όλο και πιο, από τότε που, από τότε, πάρα πολύ, διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενος, συνεχώς αυξανόμενος, ολοένα αυξανόμενος, που υπάρχει πάντα, πρώτος, για πάντα, για πάντα, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, τέλος καλό όλα καλά, σχεδόν ποτέ, αν ποτέ, ίσως και ποτέ, περισσότερο από ποτέ, ποτέ, ποτέ ξανά, σχεδόν ποτέ, σπάνια... και αν, γιατί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ever
ποτέadverb (at any time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Have you ever been to New York? Έχεις πάει ποτέ στη Νέα Υόρκη; |
ποτέadverb (of all time, in history) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The Beatles were one of the most successful bands ever. Οι Μπιτλς ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα που υπήρξαν ποτέ. |
μα ποτέadverb (emphatic: never) (εμφατικός τύπος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have never, ever, been to Paris. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν έχω πει ποτέ μου ψέματα. |
Αν... λέει!adverb (informal (emphatic) (εμφατικός τύπος, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Did the audience like her? Did they ever! Άρεσε στο κοινό; Ου! |
τόσοadverb (UK, informal (with such, so: very) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He's ever so clever. Είναι τόσο έξυπνος! |
πάνταadverb (literary (always) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They were ever mournful of that tragic day. Αισθάνονταν πάντα λύπη για αυτή την τραγική μέρα. |
ως συνήθως, όπως πάνταadverb (as is always the case) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As ever, I didn't understand a word of what he was saying. The bus was late, as ever! Δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη από όσα έλεγε, όπως πάντα. Το λεωφορείο καθυστέρησε, ως συνήθως! |
καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέadjective (improved, even greater than before) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I was sad yesterday, but now I'm better than ever. Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά. |
Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώραinterjection (US (I am astonished) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ποτέ ξανάadverb (at any point in the future) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm sure he won't dare do such a thing ever again. |
ποτέ ξανά, ποτέ πρινadverb (at any point previously) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Women are choosing to stay single more than ever before. |
που αλλάζει διαρκώςadjective (variable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Online news sites enable us to keep up with our ever-changing world. |
όλο και περισσότερο, όλο και πιοadverb (increasingly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The situation was becoming ever more serious as war spread across the country. |
από τότε πουconjunction (for entire time after) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ever since she met Dave, she's given up on her other friends. Από τότε που γνώρισε τον Ντέιβ παράτησε τους άλλους φίλους της. |
από τότεadverb (since then) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) His wife died a couple of years ago, and he's been depressed ever since. Η γυναίκα πέθανε πριν από δύο χρόνια κι έκτοτε έχει πέσει σε κατάθλιψη. |
πάρα πολύadverb (dated (emphatic: very) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) She was ever so lovely! |
διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενοςadjective (constantly becoming larger) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
συνεχώς αυξανόμενοςadjective (increasing, expanding) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολοένα αυξανόμενοςadjective (constantly growing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που υπάρχει πάνταadjective (always existing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώτοςadjective (for the first time) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για πάνταadverb (for eternity) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Charles promised to love Lucy for ever and ever. |
για πάνταexpression (for all time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I will remember this day forever and ever. |
και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτεραadverb (fairytale ending) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cinderella married her Prince Charming and they both lived happily ever after. Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. |
τέλος καλό όλα καλάadverb (happy outcome) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The lost cat was found in the attic and the family lived happily ever after. |
σχεδόν ποτέadverb (rarely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I hardly ever drink in the morning. Δεν πίνω σχεδόν ποτέ το πρωί. |
αν ποτέconjunction (should it ever occur that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pop by if ever you feel like a chat. |
ίσως και ποτέadverb (even never) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This method is rarely, if ever, employed today. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σπάνια στις μέρες μας, ίσως και καθόλου. |
περισσότερο από ποτέadverb (to the greatest extent so far) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your adventure stories make me want to travel more than ever. After spending the weekend with him I like him more than ever. Οι ιστορίες από τις περιπέτειές σου με κάνουν να θέλω να ταξιδέψω περισσότερο από ποτέ. Έχοντας περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί του μου αρέσει περισσότερο από ποτέ. |
ποτέ, ποτέ ξανάadverb (informal (not ever) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I shall never ever forget you. |
σχεδόν ποτέadverb (almost never, seldom) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) After being mugged twice Miriam scarcely ever left the house. |
σπάνια... και ανadverb (never or almost never) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I seldom, if ever, have time to relax and read a book. Σπάνια βρίσκω χρόνο να ξεκουραστώ και να διαβάσω ένα βιβλίο, και αν. |
γιατίadverb (why) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ever στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του ever
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.