Τι σημαίνει το permettersi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης permettersi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του permettersi στο Ιταλικό.

Η λέξη permettersi στο Ιταλικό σημαίνει επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, αφήνω, επιτρέπω, επιτρέπω, το επιτρέπω, αφήνω περιθώριο για, επιτρέπω, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, ανέχομαι, επιτρέπω, επιτρέπω, ανέχομαι, δώσε στον εαυτό σου, δέχομαι, αδειοδοτώ, δίνω άδεια, δίνω την ευκαιρία, επιτρέπω, οικονομικός, πολύ ακριβός, δεν με παίρνει οικονομικά, δίνω άδεια σε κπ, επιτρέπω, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να σκεφτεί κτ, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να αναλογιστεί κτ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ, δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ, επιτρέπω, δίνω σε κπ το δικαίωμα να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης permettersi

επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I genitori di Lisa le permisero di andare alla festa.
Οι γονείς της Λίζας της επέτρεψαν να πάει στο πάρτι.

αφήνω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia moglie mi ha permesso di uscire con gli amici ieri sera.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας.

επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non consentirò questo tipo di linguaggio a casa mia!
Δε θα επιτρέψω τέτοιου είδους λόγια μέσα στο σπίτι μου!

επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fumare è permesso, ma solo sul terrazzo.
Το κάπνισμα επιτρέπεται, αλλά μόνο στο μπαλκόνι.

το επιτρέπω

verbo intransitivo

Farò quel lavoro non appena il tempo lo permette. Potremmo fare un picnic domenica, tempo permettendo.

αφήνω περιθώριο για

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dobbiamo fare spazio per permettere lo sviluppo.

επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non permetterà un tale comportamento in sua presenza.

επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

(permettere)

I tuoi genitori ti lasceranno andare a ballare?
Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;

ανέχομαι, επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La scuola non permette alle ragazze di indossare minigonne.

επιτρέπω, ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il Presidente si rifiutò di permettere l'uso della guerra.

δώσε στον εαυτό σου

verbo transitivo o transitivo pronominale (χρόνος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Calcolate 15 minuti per completare la seconda parte del test.

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il programma deve poter consentire cambiamenti dell'ultimo minuto.
Το πρόγραμμα πρέπει να μπορεί να επιδέχεται αλλαγές της τελευταίας στιγμής.

αδειοδοτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comune ha autorizzato il venditore ambulante.
Ο δήμος έδωσε άδεια στον μικροπωλητή.

δίνω άδεια

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il dipartimento di sicurezza ha autorizzato i visitatori ad entrare.

δίνω την ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Queste prove consentono una revisione del caso.
Τα στοιχεία παρέχουν τη δυνατότητα να ρίξουμε μια νέα ματιά στην υπόθεση.

επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa legge autorizza a non pagare l'affitto qualora il proprietario non sia in grado di risolvere il problema.

οικονομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leah e il suo ragazzo stanno cercando un appartamento a buon mercato.
Η Λέα και το αγόρι της ψάχνουν για ένα οικονομικό διαμέρισμα.

πολύ ακριβός

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν με παίρνει οικονομικά

verbo (για κάτι ή να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill era in una situazione finanziaria così disastrosa da non potersi concedere una vacanza.

δίνω άδεια σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il coltello gli ha permesso di aprire la scatola.
Το μαχαίρι του έδωσε τη δυνατότητα να ανοίξει το κουτί.

κάνω κπ να κάνει μια παύση για να σκεφτεί κτ, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να αναλογιστεί κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (riflettere, ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se tu mi lasciassi parlare, potrei senz'altro darti una spiegazione esauriente di tutta questa vicenda.

δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω άδεια σε κπ να κάνει κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non gli avrebbe consentito ulteriormente di farle delle proposte.

δίνω σε κπ το δικαίωμα να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του permettersi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.