Τι σημαίνει το pari στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pari στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pari στο Ιταλικό.
Η λέξη pari στο Ιταλικό σημαίνει υπεκφεύγω, αποκρούω, αποφεύγω, άποψη, τάση, ροπή, προδιάθεση, γνώμη, φαίνομαι, φαίνεται, θέλω, προτιμώ, ακούγομαι, γνώμη, άποψη, εκτίμηση, κρίση, γνώμη, φαίνομαι, δείχνω, σκέψεις, κρίση, άποψη, γνώμη, άποψη, σκοπιά, απόφαση, φαίνομαι, μοιάζω, φαίνομαι, αριστοκράτης, αριστοκράτισσα, ισάξιος, ισόπαλος, πάτσι, ζυγός, πάτσι, ισόπαλος, πάτσι, όλα, όλα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αντίστοιχος, ανάλογος, ισοπαλία, ίσος, όμοιος, ομάδα συνομηλίκων, επίπεδος, πάτσι, προχωράω σε κτ, υπονοώ, υπαινίσσομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pari
υπεκφεύγωverbo intransitivo (scherma) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I due schermidori hanno parato durante il campionato. |
αποκρούωverbo transitivo o transitivo pronominale (scherma) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando l'attaccante provò a colpire, lo schermidore parò e poi schivò l'attacco. |
αποφεύγω(πχ ερώτηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
άποψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo aver considerato la questione, il mio parere ora è che dovremmo dargli il lavoro. Σκέφτηκα πολύ πάνω στο ζήτημα, και η άποψή μου τώρα είναι ότι πρέπει να του δώσουμε τη δουλειά. |
τάση, ροπή, προδιάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γνώμηsostantivo maschile (valutazione professionale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo che il dottore ha detto che dovevo operarmi, ho voluto un altro parere. Όταν ο γιατρός είπε ότι χρειαζόμουν επέμβαση, ζήτησα μια δεύτερη γνώμη. |
φαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sembra stanca, ma non ne sono sicuro. Φαίνεται κουρασμένη, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μου φαίνεται το έχασα το πορτοφόλι μου. |
φαίνεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Sembra che siano andati in vacanza. Φαίνεται ότι είναι πραγματικά σε διακοπές. |
θέλω, προτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi fare ciò che vuoi fino a che non torno, poi puliamo la casa. Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε. |
ακούγομαι(sembrare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sue parole suonavano sincere. |
γνώμη, άποψηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nessuno ascolta mai i miei pareri. Κανένας δεν ακούει ποτέ την άποψή (or: τη γνώμη) μου. |
εκτίμηση, κρίση, γνώμη(άποψη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo il tuo parere, che cosa ci tirerà fuori da questo pasticcio? |
φαίνομαι, δείχνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le tubature sembrano in buono stato.
Il paziente sembrava in buona salute e aveva un colorito salutare sulle guance. Οι σωλήνες φαίνονται (or: δείχνουν) να είναι επισκευασμένοι σωστά. Ο ασθενής φαινόταν να είναι καλά στην υγεία του και είχε μια υγιή λάμψη στα μάγουλα. |
σκέψεις(opinione) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Qual'è la tua opinione (or: posizione) riguardo alla politica estera del governo? Τι γνώμη (or: άποψη) έχεις για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης; |
κρίση, άποψη, γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A suo parere che cosa bisogna fare per il deficit? Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα; |
άποψη, σκοπιά(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo il punto di vista del manager, i piani di riduzione dei costi sono comprensibili. |
απόφαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φαίνομαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) James sembrava stanco quando è arrivato ieri sera. Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος. |
μοιάζω, φαίνομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Attraverso il suo telescopio la luna sembra enorme. // Audrey sembra rilassata. Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή. |
αριστοκράτης, αριστοκράτισσαsostantivo maschile (titolo nobiliare) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Lord Mountbatten era un Pari del Regno Inglese O Λόρδος Μαουντμπάττεν ήταν ένας ευγενής του Βρετανικού Βασιλείου. |
ισάξιοςsostantivo maschile (persona allo stesso livello) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nella combattuta partita di tennis incontrò finalmente il proprio pari. Επιτέλους αντιμετώπισε έναν ισάξιό του στο δύσκολο ματς τένις. |
ισόπαλοςaggettivo (αθλητικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei stava vincendo un momento fa, ma adesso sono pari. Πριν ένα λεπτό νικούσε εκείνη, αλλά τώρα είναι ισοπαλία. |
πάτσιaggettivo invariabile (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ecco il denaro che ti devo; adesso siamo pari. Ορίστε τα χρήματα που σου χρωστάω. Είμαστε πάτσι τώρα. |
ζυγόςaggettivo (numero) (αριθμοί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dato che siamo in numero pari possiamo lavorare a coppie. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άρτιοι λέγονται οι αριθμοί που μπορούν να διαιρεθούν με το 2. |
πάτσιaggettivo (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dopo che hai fatto questo pagamento, saremo pari. Όταν πληρώσεις αυτά τα χρήματα θα είμαστε πάτσι. |
ισόπαλοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A metà tempo le due squadre erano pari. Οι δυο ομάδες ήταν ισόπαλες στο ημίχρονο. |
πάτσιaggettivo invariabile (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Prima ti ho dato uno schiaffo io, poi tu me l'hai restituito. Adesso siamo pari, suppongo. |
όλα(punteggio) (μεταφορικά: για σκορ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il punteggio è trenta pari per il momento. Αυτή τη στιγμή, το σκορ είναι τριάντα όλα. |
όλαavverbio (sport: pareggio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il punteggio alla fine era sei pari. Το τελικό σκορ ήταν έξι όλα. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (diritto) In alcuni paesi un accusato ha il diritto di essere giudicato di fronte a una giuria di propri pari . |
αντίστοιχος, ανάλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nancy ha organizzato talmente bene la filiale che è stata promossa e le hanno chiesto di sviluppare un sistema equivalente per tutti gli uffici della ditta. Η Νάνσυ έκανε τόσο καλή δουλειά με την οργάνωση του υποκαταστήματος, που πήρε προαγωγή και της ζητήθηκε να θέσει σε εφαρμογή ένα αντίστοιχο σύστημα σε όλα τα γραφεία της εταιρείας. |
ισοπαλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nessuna delle due squadre poteva accontentarsi del pareggio 2 a 2. Καμία ομάδα δεν ήταν ικανοποιημένη με την ισοπαλία 2-2. |
ίσοςsostantivo maschile (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όμοιος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I suoi colleghi lo hanno eletto migliore attore. Οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν ως τον καλύτερο ηθοποιό. |
ομάδα συνομηλίκων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίπεδος(ομαλός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo pavimento non è molto livellato. Το πάτωμα δεν είναι και τόσο επίπεδο. |
πάτσι(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ecco i tuoi soldi. Abbiamo pareggiato il debito ora? Ορίστε τα χρήματά σου. Είμαστε πάτσι τώρα; |
προχωράω σε κτ(tema, argomento) L'oratore ha introdotto il tema fornendo al pubblico alcuni elementi del contesto storico. |
υπονοώ, υπαινίσσομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dove vuoi arrivare con questo discorso? Τι υπονοείς; |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pari στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pari
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.