Τι σημαίνει το parete στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης parete στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parete στο Ιταλικό.
Η λέξη parete στο Ιταλικό σημαίνει γνώμη, γνώμη, άποψη, φαίνομαι, φαίνεται, άποψη, τάση, ροπή, προδιάθεση, θέλω, προτιμώ, ακούγομαι, εκτίμηση, κρίση, γνώμη, φαίνομαι, δείχνω, σκέψεις, κρίση, άποψη, γνώμη, άποψη, σκοπιά, απόφαση, φαίνομαι, μοιάζω, φαίνομαι, τοίχος, μέτωπο, τοίχος, τοίχωμα, για σένα, όπως το βλέπω εγώ, δεύτερη γνώμη, νομικό έγγραφο, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, βολιδοσκοπώ, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, δεν φαίνεται, βολιδοσκοπώ, φαίνεται ότι/πως, φαίνεται, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, φαίνεται, φαίνεται, αυτοανακηρυχθείς, μου λέει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης parete
γνώμηsostantivo maschile (valutazione professionale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo che il dottore ha detto che dovevo operarmi, ho voluto un altro parere. Όταν ο γιατρός είπε ότι χρειαζόμουν επέμβαση, ζήτησα μια δεύτερη γνώμη. |
γνώμη, άποψηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nessuno ascolta mai i miei pareri. Κανένας δεν ακούει ποτέ την άποψή (or: τη γνώμη) μου. |
φαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sembra stanca, ma non ne sono sicuro. Φαίνεται κουρασμένη, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μου φαίνεται το έχασα το πορτοφόλι μου. |
φαίνεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Sembra che siano andati in vacanza. Φαίνεται ότι είναι πραγματικά σε διακοπές. |
άποψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo aver considerato la questione, il mio parere ora è che dovremmo dargli il lavoro. Σκέφτηκα πολύ πάνω στο ζήτημα, και η άποψή μου τώρα είναι ότι πρέπει να του δώσουμε τη δουλειά. |
τάση, ροπή, προδιάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέλω, προτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi fare ciò che vuoi fino a che non torno, poi puliamo la casa. Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε. |
ακούγομαι(sembrare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sue parole suonavano sincere. |
εκτίμηση, κρίση, γνώμη(άποψη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo il tuo parere, che cosa ci tirerà fuori da questo pasticcio? |
φαίνομαι, δείχνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le tubature sembrano in buono stato.
Il paziente sembrava in buona salute e aveva un colorito salutare sulle guance. Οι σωλήνες φαίνονται (or: δείχνουν) να είναι επισκευασμένοι σωστά. Ο ασθενής φαινόταν να είναι καλά στην υγεία του και είχε μια υγιή λάμψη στα μάγουλα. |
σκέψεις(opinione) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Qual'è la tua opinione (or: posizione) riguardo alla politica estera del governo? Τι γνώμη (or: άποψη) έχεις για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης; |
κρίση, άποψη, γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A suo parere che cosa bisogna fare per il deficit? Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα; |
άποψη, σκοπιά(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo il punto di vista del manager, i piani di riduzione dei costi sono comprensibili. |
απόφαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φαίνομαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) James sembrava stanco quando è arrivato ieri sera. Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος. |
μοιάζω, φαίνομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Attraverso il suo telescopio la luna sembra enorme. // Audrey sembra rilassata. Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή. |
τοίχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Che cosa vuoi mettere su questa parete? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λέω να ρίξω αυτό το ντουβάρι και να ενώσω την κουζίνα με το καθιστικό. |
μέτωποsostantivo femminile (roccia, montagna) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hanno perforato la parete della roccia. Τρύπησαν το μέτωπο του βράχου. |
τοίχοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le pareti del labirinto erano troppo alte perché il topolino riuscisse a vedere sopra di esse. |
τοίχωμαsostantivo femminile (intestino) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le pareti del suo intestino tenue erano deboli dopo la lunga malattia. |
για σέναlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Allora, secondo te, il messaggio di questa poesia è che la gente non dovrebbe perdere il proprio tempo dietro alle banalità? |
όπως το βλέπω εγώ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεύτερη γνώμηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono sicuro che ha ragione, dottore, ma prima di operarmi vorrei comunque sentire un altro parere. |
νομικό έγγραφο(argomento) |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώverbo transitivo o transitivo pronominale (εναντίον κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La giuria emise un verdetto contrario agli imputati che furono condannati a pagare danni per milioni di dollari. |
βολιδοσκοπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cosa penserà Jason del progetto? Dovremmo sentire il suo parere. |
παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Resterai contrario al giro di vite alla stampa da parte del governo? |
δεν φαίνεταιverbo intransitivo (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Beh, Robert è in ritardo di oltre un'ora. Alla fine sembra che non arriverà. |
βολιδοσκοπώverbo transitivo o transitivo pronominale (σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha detto che voleva sentire il mio parere sulla sua ultima idea imprenditoriale. Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του. |
φαίνεται ότι/πωςverbo intransitivo (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Sembra che dovremo cancellare la nostra vacanza. Φαίνεται ότι θα πρέπει να ακυρώσουμε τις διακοπές μας. |
φαίνεταιverbo intransitivo (ότι, πως) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Pare che in fin dei conti tu abbia ragione. Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά. |
θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suppongo che lei sia il nuovo sceriffo. Visto che è ora di pranzo, immagino che Glenn sia al pub. Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ. |
φαίνεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Sembra che tu sia stanco e abbia bisogno di una pausa. Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές! |
φαίνεταιverbo intransitivo (ότι έχω κάνει κτ) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Pare che abbia perso il mio ombrello. Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου. |
αυτοανακηρυχθείς
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
μου λέει(αργκό, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Che te ne pare di questa idea? Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα; |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parete στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του parete
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.