Τι σημαίνει το osservare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης osservare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του osservare στο Ιταλικό.
Η λέξη osservare στο Ιταλικό σημαίνει παρατηρώ, παρακολουθώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, σημειώνω, τηρώ, παρακολουθώ, παρατηρώ, εξετάζω, αναλύω, κοιτάζω, αντικρίζω, προσαρμόζομαι, ρίχνω μια ματιά σε κτ, ακολουθώ, κρατάω, τηρώ, συμμορφώνομαι, παρακολουθώ, παρακολουθώ, εξετάζω, περιεργάζομαι, παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι, υπακούω σε κτ, συμμορφώνομαι με κτ, συμμορφώνομαι με κτ, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, παρατηρώ, κόβω, παρακολουθώ, εξετάζω, παρατηρώ, σχολιάζω, τηρώ, εντοπίζω, κοιτάζω προσεκτικά, ασχολούμαι με κτ, ατενίζω, παρατηρώ, παρατηρώ, προσέχω, παρακολούθηση τρένων, παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου, παρατηρητής πουλιών, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, παρατηρώ τα ουράνια σώματα, χαζεύω αυτοκινητιστικό, παρατηρώ, παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο, γλυκοκοιτάζω, χάσκας, παρατηρώ φάλαινες, θρηνώ, πενθώ, παρατηρώ, σημειώνω, παρατηρώ τα πουλιά, ρίχνω μια πλάγια ματιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης osservare
παρατηρώ, παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho osservato un uomo che camminava in strada. Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο. |
παρακολουθώ(in maniera continuata) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha osservato lo stato del paziente durante la notte. Παρακολουθούσε την κατάσταση του ασθενή όλη τη νύχτα. |
παρατηρώ, σημειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John osservò: "È stato molto coraggioso." «Ήταν πολύ θαρραλέο,» παρατήρησε ο Τζον. |
τηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente spesso osserva un minuto di silenzio il giorno dell'Armistizio. Οι άνθρωποι τηρούν ενός λεπτού σιγή την Ημέρα Ανακωχής. |
παρακολουθώ, παρατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mary è qui solo per guardare. Η Μαίρη είναι εδώ απλώς για να παρακολουθήσει. |
εξετάζω, αναλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore ha cercato di esaminare tutti i fatti. |
κοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La osservava attraverso la stanza rendendola nervosa. Την έκοψε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα. |
αντικρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prima volta che abbiamo visto le Montagne Rocciose siamo rimasti stupefatti. Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη. |
προσαρμόζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω μια ματιά σε κτ(στα γρήγορα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alison scrutò l'auditorium cercando di vedere se il suo amico era lì. Paul scrutò il volto di Daniel, cercando di capire se era serio o meno. Η Άλισον έριξε μια ματιά στο αμφιθέατρο προσπαθώντας να δει εάν ο φίλος της ήταν εκεί. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti seguire questo consiglio. Πρέπει να ακούς τις συμβουλές του. |
κρατάω, τηρώ(promesse) (μτφ: μια υπόσχεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Diversamente da altra gente, io mantengo le promesse. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου. |
συμμορφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αν αρνηθείς να συμμορφωθείς, διατρέχεις κίνδυνο να σου επιβληθεί ποινή. |
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mia madre guardava dalla riva mentre mio padre mi insegnava a nuotare. Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή. |
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato a guardare la zuffa nel parco. Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti devono analizzare un passaggio di Shakespeare per l'esame. Οι μαθητές πρέπει να αναλύσουν ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ για τις εξετάσεις τους. |
περιεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπακούω σε κτ
Tutti dovrebbero rispettare la legge. Όλοι πρέπει να υπακούουν τους νόμους. |
συμμορφώνομαι με κτ
Gli avvocati devono rispettare severamente le regole della condotta professionale. Οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας. |
συμμορφώνομαι με κτ
Cerca di attenersi ai precetti della chiesa, ma non è facile. Προσπαθεί να συμμορφωθεί με τις διδαχές της εκκλησίας αλλά δεν είναι εύκολο. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guardami quando ti parlo! Κοίταζέ με όταν σου μιλάω! |
παρατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guardava i suoi movimenti con interesse. Παρατηρούσε τις κινήσεις της με ενδιαφέρον. |
κόβω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La madre di Judy scrutò la sua gonna e si accigliò. |
παρακολουθώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frank preferisce stare a guardare invece che partecipare. Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει. |
εξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I politici hanno visionato l'area del disastro. Οι πολιτικοί εξέτασαν την περιοχή που έγινε η καταστροφή. |
παρατηρώ, σχολιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andrew commentò che lui aveva solo cercato di aiutare. Ο Άντριου επισήμανε ότι προσπάθησε μονάχα να βοηθήσει. |
τηρώ(legge, regolamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti dovrebbero rispettare la legge. |
εντοπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il poliziotto ha individuato il criminale e ha cominciato a rincorrerlo. Ο αστυνομικός εντόπισε τον κακοποιό κι άρχισε να τον κυνηγάει. |
κοιτάζω προσεκτικάverbo intransitivo Se scruti attentamente, puoi vedere il vento che soffia sull'erba intorno. |
ασχολούμαι με κτ
Questo articolo guarda alle somiglianze nel lavoro di questi due filosofi. |
ατενίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janet è seduta nel parco e osserva le nuvole. |
παρατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha osservato la sua faccia a lungo, e poi ha sorriso. Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε. |
παρατηρώ, προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il buco nella recinzione che Jim aveva notato il giorno prima era diventato più grande. |
παρακολούθηση τρένωνsostantivo maschile (είδος χόμπυ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un bar all'aperto è ideale per osservare la gente. |
παρατηρητής πουλιώνsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρίχνω μια προσεκτική ματιάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se guardi attentamente vedrai che questa banconota non ha la filigrana: è un falso. Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό. |
παρατηρώ τα ουράνια σώματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαζεύω αυτοκινητιστικό(ατύχημα, τροχαίο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλυκοκοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli adolescenti osservavano con desiderio le donne sulla rivista. |
χάσκας(μτφ: με το στόμα ανοιχτό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παρατηρώ φάλαινεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θρηνώ, πενθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'intera nazione osservò il lutto quando il presidente venne assassinato. Ολόκληρο το έθνος πενθούσε μετά την δολοφονία του προέδρου. |
παρατηρώ, σημειώνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Έλεν παρατηρεί πως έχουν αργήσει. |
παρατηρώ τα πουλιά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ogni estate Allison va a fare birding in Canada. |
ρίχνω μια πλάγια ματιάverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jerome guardò di sbieco l'orologio sperando che la riunione fosse quasi finita. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του osservare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του osservare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.