Τι σημαίνει το nota στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nota στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nota στο Ιταλικό.
Η λέξη nota στο Ιταλικό σημαίνει σημείωμα, τόνος, νότα, σημείωση, υποσημείωση, τόνος, ύφος, νότα, υπόμνημα, σημείωμα, σημείωμα, ειδοποίηση, σχολιασμός, σχόλιο, υπόμνημα, καταχώρηση, καταγραφή, σχόλιο, υπηρεσιακό σημείωμα, παρατήρηση, παρατηρώ, προσέχω, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, παρατηρώ, πιάνει το μάτι μου, καταλαβαίνω, παίρνω χαμπάρι, διακρίνω, αναγνωρίζω, παίρνει το μάτι μου, παρατηρώ, προσέχω, ανοιχτά δηλωμένος, δημόσια δηλωμένος, γνωστός, επιφανής, γνωστό, εξέχων, επιφανής, διάσημος, γνωστός, διάσημος, γνωστός, αποδεκτός, γνωστός, διάσημος, αναγνωρισμένος, διαβόητος, περιβόητος, κοινός τόπος, αναγνωρισμένος, διάσημος, αξιοσημείωτος, σημαντικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, σημαντικός, αξιοσημείωτος, αλατοπίπερο, αξιοσημείωτος, αξιόλογος, αισθητός, που δεν είναι παρατηρητικός, κοντόφθαλμος, κοντόθωρος, σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντως, σημειώστε, σημειώσατε, σημειωτέον δε, χαρακτηριστικό, λογαριασμός εξόδων, υποσημείωση, σημείωση, βιογραφική σκιαγράφηση, καλλωπισμός, χαμηλό τονικό ύψος, πιστωτικό τιμολόγιο, ψηλή νότα, υψηλή νότα, νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο, μουσική νότα, μισό, τεφτέρι, προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης, προβληματικό σημείο, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, προσέχω, σημειώνω κάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nota
σημείωμα(bigliettino, promemoria) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli ho scritto una nota sull'ora dell'incontro e gliel'ho lasciata sulla scrivania. Του έγραψα ένα σημείωμα με την ώρα της συνάντησης και το άφησα στο γραφείο του. |
τόνοςsostantivo femminile (musicale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il flautista ha suonato una nota dolce. Ο φλαουτίστας έπαιξε έναν γλυκό τόνο. |
νόταsostantivo femminile (musicale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Segui le note sullo spartito! Non improvvisare! Ακολουθήστε τις νότες στην παρτιτούρα! Μη μαντεύετε! |
σημείωση, υποσημείωσηsostantivo femminile (a piè di pagina) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai letto la nota in fondo alla pagina? Διάβασες την υποσημείωση στο τέλος της σελίδας; |
τόνος, ύφος(tono) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quando lo studente si è di nuovo comportato male, l'insegnante aveva una nota di ammonimento nella sua voce. |
νότα(sapore) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In questa salsa c'è una nota di noce, non credi? |
υπόμνημα, σημείωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi ha lasciato un biglietto sulla scrivania chiedendo di richiamarla. Άφησε ένα σημείωμα στο γραφείο μου για να την καλέσω. |
σημείωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ειδοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il giardiniere ha lasciato sulla porta di Tom una nota con un avviso. |
σχολιασμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σχόλιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπόμνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La nota accanto alla mappa indica che le linee blu rappresentano i fiumi. |
καταχώρηση, καταγραφή(ένα περιστατικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il capitano ha lasciato una testimonianza sul suo diario. Ο καπετάνιος έκανε μια καταχώρηση στο ημερολόγιό του. |
σχόλιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho aggiunto i miei commenti a margine. Πρόσθεσα τα σχόλιά μου στο περιθώριο. |
υπηρεσιακό σημείωμα(informale: tra uffici) |
παρατήρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'osservazione di Natasha sul senso dell'abbigliamento di Rick fece centro e lui iniziò a fare qualche sforzo in più per il suo aspetto. Το σχόλιο της Νατάσα για το γούστο του Ρικ στα ρούχα τον έτσουξε και άρχισε να προσέχει περισσότερο την εμφάνισή του. |
παρατηρώ, προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (osservare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha notato che lui non indossava il suo anello. Παρατήρησε ότι δεν φορούσε το δαχτυλίδι του. |
προσέχω, παρατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha notato il suo dispiacere e ha risposto adeguatamente. Πρόσεξε (or: Παρατήρησε) τη δυσαρέσκειά της και απάντησε κατάλληλα. |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti ha notato o no? Σε έχει δει ή όχι ακόμα; |
παρατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai notato che era ubriaco? Παρατήρησες ότι ήταν μεθυσμένος; |
πιάνει το μάτι μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando ho intravisto il mio aspetto allo specchio, sono tornata immediatamente all'armadio per cambiarmi. Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω. |
καταλαβαίνω(al condizionale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo diresti che sono ingrassato di cinque chili? Μπορείς να καταλάβεις ότι έχω πάρει πέντε κιλά; |
παίρνω χαμπάριverbo transitivo o transitivo pronominale (accorgersi di [qlcs]) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν τον είχα πάρει καν χαμπάρι πριν τον δω σε αυτήν τη ρομαντική κωμωδία. Τώρα είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός! |
διακρίνω, αναγνωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn ha notato l'odore di gas. Αντιλήφθηκα ένα τόνο οίκτου στη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας. |
παίρνει το μάτι μουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tornando a casa ieri sera ho notato un nuovo ristorante. Εντόπισα ένα νέο εστιατόριο καθώς γυρίζαμε σπίτι χτες βράδυ. |
παρατηρώ, προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il buco nella recinzione che Jim aveva notato il giorno prima era diventato più grande. |
ανοιχτά δηλωμένος, δημόσια δηλωμένος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il candidato era un noto socialista e ottenne pochissimi voti in quel paese capitalista. Ο υποψήφιος είχε δημόσια εκφράσει τον σοσιαλιστικό του προσανατολισμό και γι' αυτό έλαβε πολύ λίγες ψήφους σε αυτή την καπιταλιστική χώρα. |
γνωστός, επιφανήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I politici sono persone note. |
γνωστόaggettivo (matematica) (μαθηματικά: με τιμή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se x e y sono noti possiamo trovare z. Αν το x και το y είναι γνωστά (or: δεδομένα), μπορούμε να βρούμε το z. |
εξέχων(λόγιος) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) La torre Eiffel è un illustre monumento di Parigi. Ο Πύργος του Άιφελ είναι ένα πασίγνωστο παριζιάνικο αξιοθέατο. |
επιφανής, διάσημος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il padre illustre di Tina aveva grosse aspettative per la figlia. |
γνωστόςaggettivo (αναγνωρίσιμος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un noto serial killer. Είναι ένας γνωστός δολοφόνος. |
διάσημος, γνωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Molti attori e attrici sono famosi in tutto il mondo. Πολλοί ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, είναι γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο. |
αποδεκτός, γνωστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un fatto noto che l'acqua marina sia salata. Είναι γνωστό ότι το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό. |
διάσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non ho mai desiderato essere famoso. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω γνωστή. |
αναγνωρισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ruth è un'esperta riconosciuta di storia greca antica. |
διαβόητος, περιβόητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Finalmente il famigerato boss criminale è stato messo in prigione. Ο διαβόητος (or: περιβόητος) αρχηγός του εγκλήματος οδηγήθηκε τελικά στην φυλακή. |
κοινός τόποςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È risaputo che se prendi troppo sole ti puoi scottare. |
αναγνωρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Si accettano donazioni solo da persone note. Δεχόμαστε συνεισφορές μόνο από αναγνωρισμένες πηγές. |
διάσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αξιοσημείωτος, σημαντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850. |
ιδιαίτερος, ξεχωριστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το τραπέζι ήταν ιδιαίτερο (or: ξεχωριστό) διότι το ένα πόδι του ήταν πιο κοντό από τα άλλα, με αποτέλεσμα να κουνιέται αρκετά. |
σημαντικός, αξιοσημείωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un risultato notevole nella storia della nostra nazione. |
αλατοπίπερο(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αξιοσημείωτος, αξιόλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua tesi è notevole soprattutto per la totale mancanza di riferimenti bibliografici. |
αισθητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non ci sono differenze apprezzabili tra i due candidati. |
που δεν είναι παρατηρητικόςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοντόφθαλμος, κοντόθωροςlocuzione aggettivale (χωρίς διορατιότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντωςverbo transitivo o transitivo pronominale |
σημειώστε, σημειώσατεinteriezione (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σημειωτέον δεverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prendete nota della data di consegna dei vostri lavori. |
χαρακτηριστικόsostantivo femminile (στοιχείο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha delle caratteristiche che la fanno emergere dalla massa. Έχει κάποια χαρακτηριστικά που την κάνουν να ξεχωρίζει από το πλήθος. |
λογαριασμός εξόδωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La responsabile ha segnato il pranzo di lavoro nella nota spese. |
υποσημείωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In un nota a fondo pagina è scritto che i soldi furono poi trovati. |
σημείωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un bravo insegnante non si limita a mettere un voto sull'elaborato, ma aggiunge delle note a margine per aiutare lo studente. |
βιογραφική σκιαγράφησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Segue il profilo e la nota biografica dell'autore del libro. |
καλλωπισμός(musica) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαμηλό τονικό ύψος(musica) (μουσική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιστωτικό τιμολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψηλή νότα, υψηλή νόταsostantivo femminile (musica) Prende sempre le note acute. |
νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιοsostantivo femminile (μουσική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μουσική νόταsostantivo femminile |
μισόsostantivo femminile (musica) (νότα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τεφτέριsostantivo femminile (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ufficio conserva scrupolosamente le note di debito ufficiali. |
προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψηςsostantivo femminile (assicurazioni) (μέχρι να εκδοθεί το ασφαλιστήριο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προβληματικό σημείο(problema) La funzionalità limitata di questa app su alcuni sistemi operativi rappresenta la nota dolente per i clienti. |
τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prendete tutti nota: dobbiamo finire il progetto entro oggi! |
σημειώνω κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nota στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του nota
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.