Τι σημαίνει το nose στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nose στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nose στο Αγγλικά.

Η λέξη nose στο Αγγλικά σημαίνει μύτη, μουσούδα, μουσούδα, μύτη, μύτη, μύτη, μύτη, μύτη, μύτη, πλησιάζω, σκουντάω, σπρώχνω, χώνω τη μύτη μου, κερδίζω κπ με μικρή διαφορά, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, πετάω με το ρύγχος επάνω, ανεβάζω το ρύγχος, μύτη, φυσάω την μύτη μου, γλείφτης, είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω, στρογγυλή μυτούλα, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, ωτορινολαρυγγολογίας, ενοχλώ κάποιον, συμπεριφέρομαι καλά, σέρνω από τη μύτη, σέρνω από τη μύτη, πένσα, κλιπ μύτης, κωνικό ρύγχος αεροσκάφους, σταγόνες για τη μύτη, ρινοπλαστική, σκουλαρίκι για τη μύτη, κατά μέτωπο, κατά μέτωπον, σε άμεσο ανταγωνισμό, μούρη με μούρη, μούρη με μούρη, σε άμεσο ανταγωνισμό με, πολύ κοντά σε, ριναίος τροχός αεροσκάφους, κοροϊδευτική κίνηση με τοποθέτηση του αντίχειρα στη μύτη, ρινορραγία, κάθετη πτώση, κάθετη πτώση, πέφτω κάθετα, κατρακυλάω, μέσα, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου, ψητά οπίσθια πουλερικού, καταρροή, γαλλική μυτούλα, κοντόκανο πιστόλι, σνομπάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nose

μύτη

noun (nasal organ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fly landed on my nose.
Μια μύγα προσγειώθηκε στη μύτη μου.

μουσούδα

noun (dog's muzzle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When Tom's dog misbehaves, he taps it on the nose.

μουσούδα

noun (animal's snout)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The anteater stuck his nose into the hole.

μύτη

noun (wine: smell) (μεταφορικά: οινογνωσία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This Chardonnay has a wonderful nose.

μύτη

noun (sense of smell) (μεταφορικά: όσφρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My hound dog has a great nose and can track any smell.
Το κυνηγόσκυλό μου έχει πολύ καλή μύτη και μπορεί να εντοπίσει οποιαδήποτε μυρωδιά.

μύτη

noun (front of a ship or boat, prow) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The captain guided the nose of the yacht towards the dock.

μύτη

noun (aircraft's forward end) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The nose of the plane pitched down.

μύτη

noun (figurative (curiosity, inquisitiveness) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Keep your nose out of my business!
Μη χώνεις τη μύτη σου στις δικές μου υποθέσεις!

μύτη

noun (nose-like part)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used the nose of the pliers to reach into the crack.

πλησιάζω

intransitive verb (get close)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He nosed close enough to see the entertainer.

σκουντάω, σπρώχνω

transitive verb (push with the nose) (με τη μύτη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog nosed the door so he could pass through.
Ο σκύλος σκούντηξε (or: έσπρωξε) την πόρτα με τη μουσούδα του για να περάσει.

χώνω τη μύτη μου

phrasal verb, intransitive (informal (pry, snoop) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't stand Alex; he's always nosing around, hoping to overhear gossip.

κερδίζω κπ με μικρή διαφορά

phrasal verb, transitive, separable (narrowly defeat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Horse number seven seemed all set to win, but then number eleven nosed him out.

εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω

phrasal verb, transitive, separable (detect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After the avalanche, bloodhounds nosed out the buried skiers.

πετάω με το ρύγχος επάνω

phrasal verb, intransitive (airplane, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω το ρύγχος

phrasal verb, transitive, separable (airplane, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μύτη

noun (figurative (instinctive ability to detect [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has a great nose for good books.
Κόβει το μάτι του όταν πρόκειται για βιβλία.

φυσάω την μύτη μου

verbal expression (expel mucus)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please blow your nose instead of sniffing.

γλείφτης

noun (vulgar, figurative, pejorative, slang (sycophant) (αργκό, μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What a brown-nose - always sucking up to the boss, hoping for a promotion.
Τι κόλακας! Πάντα γλείφει το αφεντικό του, ελπίζοντας να πάρει προαγωγή.

είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω

transitive verb (vulgar, figurative, pejorative, slang (be obsequious)

You got that promotion because you brown-nosed the boss.
Πήρες αυτή την προαγωγή γιατί έγλυψες το αφεντικό.

στρογγυλή μυτούλα

noun (small round nose)

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

verbal expression (figurative (put self at disadvantage through spite)

ωτορινολαρυγγολογίας

noun as adjective (initialism (medicine: ear, nose, and throat) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενοχλώ κάποιον

verbal expression (UK, informal (annoy [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμπεριφέρομαι καλά

expression (informal, figurative (behave well)

σέρνω από τη μύτη

verbal expression (figurative (control, steer to do [sth]) (μεταφορικά)

σέρνω από τη μύτη

verbal expression (figurative (deceive) (μεταφορικά)

πένσα

plural noun (long thin pliers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As the hole was so small I was forced to use a pair of needle-nose pliers to loosen the nut.

κλιπ μύτης

noun (clasp used on a swimmer's nose) (κολυμβητή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κωνικό ρύγχος αεροσκάφους

noun (conical shield at front of an aircraft)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταγόνες για τη μύτη

plural noun (medicinal drops applied via the nostrils)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρινοπλαστική

noun (slang (cosmetic surgery on the nose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκουλαρίκι για τη μύτη

noun (pierced jewellery worn in the nose)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You will have to remove your nose ring if you want this job.

κατά μέτωπο, κατά μέτωπον

adverb (into direct competition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε άμεσο ανταγωνισμό

adjective (in direct competition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μούρη με μούρη

adverb (intimately close up) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μούρη με μούρη

adjective (intimately close up) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε άμεσο ανταγωνισμό με

preposition (figurative (in direct competition with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boxer went nose to nose with his opponent.

πολύ κοντά σε

preposition (very close to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sam was nose to nose with his girlfriend, Mary.

ριναίος τροχός αεροσκάφους

noun (part of a plane's undercarriage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοροϊδευτική κίνηση με τοποθέτηση του αντίχειρα στη μύτη

noun (informal, figurative (display of mockery or contempt)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρινορραγία

noun (bleeding from the nose) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The driver had a nosebleed after hitting his face on the steering wheel in the accident.

κάθετη πτώση

noun (aircraft: rapid fall, plunge) (αεροσκάφος)

The plane's nosedive was frightening, but fortunately it quickly corrected course.

κάθετη πτώση

noun (figurative (rapid decrease) (μεταφορικά)

The nosedive in salaries was due to the poor economy.

πέφτω κάθετα

intransitive verb (aircraft: plummet, fall rapidly) (αεροσκάφος)

When the engine malfunctioned, the plane nosedived.

κατρακυλάω

intransitive verb (figurative (decrease rapidly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stocks nosedived for the fifth week in a row.

μέσα

adjective (informal, figurative (exact, precise) (μεταφορικά: πέφτω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your guess was right on the nose.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι εκλογολόγοι προέβλεψαν το αποτέλεσμα των εκλογών με ακρίβεια.

πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ

verbal expression (figurative (spend too much money on [sth]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He paid through the nose for that car, and it's nothing but a piece of junk.

σκαλίζω τη μύτη μου, ξύνω τη μύτη μου

verbal expression (put a finger in your nostril)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Little kids will pick their noses in public, because they have no shame.

ψητά οπίσθια πουλερικού

noun (informal (cookery: tail of fowl) (μαγειρική: μεζές)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καταρροή

noun (informal (excessive nasal mucus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a runny nose and I keep coughing; I think I should see the doctor tomorrow.
Έχω καταρροή και βήχω συνέχεια. Νομίζω ότι πρέπει να πάω στον γιατρό αύριο.

γαλλική μυτούλα

noun (short, turned-up nose)

Marilyn had a snub nose.

κοντόκανο πιστόλι

noun (US (firearm with short barrel)

σνομπάρω

verbal expression (figurative (show disgust, disdain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nose στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του nose

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.