Τι σημαίνει το joint στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης joint στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του joint στο Αγγλικά.

Η λέξη joint στο Αγγλικά σημαίνει άρθρωση, σύνδεσμος, τσιγαριλίκι, αρμός, κοινός, κόβω, μαγαζί, στενή, κομμάτι, συνδέω, κόβω, αρμός, άρθρωση, σφαιροειδής άρθρωση, σφαιρική άρθρωση, οστεοαρθρίτιδα, χελιδονοουρά, αρμός διαστολής, άρθρωση, κλείδωση, ισχίο, ισόπαλος με κπ, κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμός, κοινή δράση, Joint Chief of Staff, έλεγχος από κοινού, κοινή επιμέλεια, περιαρθρική συλλογή, διοίκηση/διαχείριση από κοινού, συνδιαχειριστής, κοινή επιχείρηση, κοινή ιδιοκτησία, αρθραλγία, συνπροεδρία, αρθροπλαστική, κοινή φορολογική δήλωση, συγκατοίκηση, κοινοπραξία, λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία, δημιουργώ κοινοπραξία, συμμετοχική εταιρεία, συμμετοχική εταιρία, υλικό αρμολόγησης, η άρθρωση στο γόνατο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, άρθρωση δαχτύλου, εξαρθρωμένος, παράταιρος, πιτσαρία, σφαιρικό ρουλεμάν, εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεων, σύνδεσμος μετάδοσης ροπής, καρπός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης joint

άρθρωση

noun (body: articulation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter injured a finger joint when he tried to catch the ball.
Ο Πέτρος τραυμάτισε την άρθρωση στο δάχτυλό του όταν προσπάθησε να πιάσει την μπάλα.

σύνδεσμος

noun (object: hinge)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fred oiled the machine's joints.
Ο Φρεντ λάδωσε τους συνδέσμους της μηχανής.

τσιγαριλίκι

noun (slang (marijuana cigarette) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sean smoked a joint during break.
Ο Σον κάπνισε έναν μπάφο στο διάλειμμά του.

αρμός

noun (walls: connecting point)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The joint was load-bearing, so it couldn't be removed when they built the addition onto the house.
Ο αρμός έφερε φορτίο και έτσι δεν μπορούσε να απομακρυνθεί όταν έχτισαν την προσθήκη του σπιτιού.

κοινός

adjective (shared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan and Sarah were the joint leaders of the club.
Ο Νταν και η Σάρα ήταν από κοινού οι αρχηγοί του ομίλου.

κόβω

transitive verb (cut up: a joint of meat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The butcher used a cleaver to joint the lamb.
Ο χασάπης χρησιμοποίησε τον μπαλτά για να τεμαχίσει το αρνί.

μαγαζί

noun (US, slang (bar, restaurant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah liked to hang out at a drinking joint down the street.

στενή

noun (US, slang (prison) (αργκό)

Dan spent a few years in the joint, and wasn't afraid of the law.

κομμάτι

noun (large cut of meat) (ολόκληρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She served a lamb joint roasted with garlic and rosemary.

συνδέω

transitive verb (make into a joint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul jointed the two beams.

κόβω

transitive verb (cut into shape) (δίνω σχήμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gary jointed the board with a saw to make it fit.

αρμός

noun (structure: movable connection)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need to replace my ball joints but finding replacement parts is difficult for a car that old.

άρθρωση

noun (bones: movable articulation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σφαιροειδής άρθρωση

noun (anatomy: type of joint)

σφαιρική άρθρωση

noun (joint connecting rods, pipes etc.)

οστεοαρθρίτιδα

noun (progressive arthritis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Phil's degenerative joint disease had progressed to the point that he needed help in dressing.

χελιδονοουρά

noun (interlocking joint) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The antique piece of furniture has beautiful dovetails.

αρμός διαστολής

noun (structural feature)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
If a bridge doesn't have expansion joints, it won't survive the heat of summer or the cold of winter.

άρθρωση, κλείδωση

noun (knuckle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I scraped a finger joint scrubbing the floor.

ισχίο

noun (articulation where leg meets pelvis) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have arthritis in my hip joint and am waiting for an operation.

ισόπαλος με κπ

adverb (sharing position in a race)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμός

noun (bank account)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
My wife and I have a joint account at the bank.

κοινή δράση

noun (cooperation, collaboration)

Joint Chief of Staff

noun (US, usually plural (military officer) (αξίωμα στρατού ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έλεγχος από κοινού

noun (shared authority)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινή επιμέλεια

noun (shared guardianship of a child)

Alex wants joint custody of Jill, but her mother won't let her see him.

περιαρθρική συλλογή

noun (water on the knee)

διοίκηση/διαχείριση από κοινού

noun (shared authority and responsibility)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνδιαχειριστής

noun (shares authority, responsibility)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brian and Phil are joint managers of the company.

κοινή επιχείρηση

noun (combined or shared project)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινή ιδιοκτησία

noun (sharing of property)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My wife and I have joint ownership of our home.

αρθραλγία

noun (arthritis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνπροεδρία

noun (shared presidential role)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρθροπλαστική

noun (surgery to insert artificial joint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινή φορολογική δήλωση

noun (finance: with partner)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συγκατοίκηση

noun (shared rental of a property)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινοπραξία

noun (business: joint enterprise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Otter Media is a joint venture between AT&T and the Chernin Group.
Η Otter Media είναι κοινοπραξία μεταξύ της AT&T και του Ομίλου Chernin.

λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία

transitive verb (establish as joint venture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημιουργώ κοινοπραξία

intransitive verb (enter into joint venture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμετοχική εταιρεία, συμμετοχική εταιρία

noun (shareholders own stock)

υλικό αρμολόγησης

noun (plaster-like material)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η άρθρωση στο γόνατο

noun (articulation of the leg) (ανατομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The arthritis in his knee joints prevented him from skiing any longer.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (figurative (hinged fastening)

άρθρωση δαχτύλου

noun (joint of the finger)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is difficult to bandage a knuckle joint because of its range of motion.

εξαρθρωμένος

expression (medicine: dislocated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράταιρος

expression (figurative (not in order or appropriate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιτσαρία

noun (US, slang (pizzeria, pizza restaurant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your mother and I met at the pizza joint downtown, that's why we always bring you kids here.

σφαιρικό ρουλεμάν

noun (mechanics: type of connection)

εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεων

noun (diagnostic test for arthritis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύνδεσμος μετάδοσης ροπής

noun (in cars, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The mechanic inspected the car and decided that the universal joint needed replacing.

καρπός

noun (articulation between arm and hand)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The wrist joint contains many bones and is highly complex.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του joint στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του joint

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.