Τι σημαίνει το north στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης north στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του north στο Αγγλικά.

Η λέξη north στο Αγγλικά σημαίνει βορράς, βορράς, βόρειος, βορεινός, βόρειος, βορεινός, βόρεια, οι Βόρειοι, Βόρεια Αγγλία, Βόρειος Αμερική, προς το βορρά, βόρεια, στα βόρεια, μαγνητικός Βορράς, Βορειοαφρικανός, βορειοαφρικάνικος, Βόρεια Αμερική, αμερικάνικος, καναδέζικος, Αμερικάνος, καναδός, Βόρεια Καρολίνα, Βόρεια Ντακότα, Βόρεια Κορέα, Βόρεια Κορέα, Βορειοκορεάτης, βορειοκορεάτικος, Βόρεια Μακεδονία, Βόρειος Πόλος, Βόρεια θάλασσα, βόρεια ακτή, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, βόρεια Ισπανία, πολικός αστέρας, βορινή πλευρά, νότια νοτιοανατολικά, νότιος νοτιοανατολικός, βορειοανατολικός, βορειοανατολικά, βορειοανατολικός, βορειοανατολικός, βορειοανατολικός, βορειοδυτικά, βορειοδυτικά, βορειοδυτικός, βορειοδυτικός, προς τα βορειοδυτικά, βορείως, βόρεια, βορείως, βόρεια, βόρεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης north

βορράς

noun (direction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom's parents live a few miles to the north.

βορράς

noun (magnetic north)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The compass needle always points to the north.
Ο δείκτης της πυξίδας πάντα δείχνει προς τον βορρά.

βόρειος, βορεινός

adjective (from the north)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Every afternoon, a cold north wind blows through the valley.
Κάθε απόγευμα, ένας κρύος βόρειος άνεμος φυσά στην κοιλάδα.

βόρειος, βορεινός

adjective (facing north)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She planted lettuce on the north side of the house, where it would get the least sun.
Φύτεψε μαρούλι στη βόρεια πλευρά του σπιτιού όπου είχε τον λιγότερο ήλιο.

βόρεια

adverb (direction)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The ducks will fly north in the spring.
Οι πάπιες θα πετάξουν προς τον βορρά την άνοιξη.

οι Βόρειοι

noun (US, historical (northern US: Civil War) (Ιστορία, ΗΠΑ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The North won the US civil war.
Οι Βόρειοι νίκησαν στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο.

Βόρεια Αγγλία

noun (UK (northern England)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Kate left London and moved to the North.

Βόρειος Αμερική

noun (N. America: far north)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Men flocked to the North during the Alaska gold rush.

προς το βορρά

adverb (towards the north)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Get on the highway and head due north.
Βγες στον αυτοκινητόδρομο και κατευθύνσου προς το βορρά.

βόρεια

noun (compass point: north)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A compass needle doesn't point to due north: it points to magnetic north.

στα βόρεια

adverb (in a northerly region)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Poverty in the north is much higher than in the south.

μαγνητικός Βορράς

noun (North: direction on a compass)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My compass is pointing to magnetic north, so not exactly towards the North Pole.

Βορειοαφρικανός

noun ([sb] from North Africa)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

βορειοαφρικάνικος

adjective (of,from North Africa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The tribal designs look North African. Listening to North African music is a new experience for me.
Τα σχέδια της φυλής μοιάζουν βορειοαφρικανικά. Η βορειοαφρικάνικη μουσική είναι για μένα μια νέα εμπειρία.

Βόρεια Αμερική

noun (USA, Central America and Canada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lake Superior is the largest body of fresh water in North America.
Η λίμνη Σουπίριορ είναι ο μεγαλύτερος όγκος γλυκού νερού στη Βόρεια Αμερική.

αμερικάνικος, καναδέζικος

adjective (of or from the USA or Canada)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I am North American because I was born in the USA.

Αμερικάνος, καναδός

noun ([sb] from the USA or Canada)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The North American looked out-of-place in his tourist hat and with a camera around his neck.

Βόρεια Καρολίνα

noun (US state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
North Carolina's a great place to live!

Βόρεια Ντακότα

noun (US state)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Βόρεια Κορέα

noun (country in Asia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The capital city of North Korea is Pyongyang.
Η πρωτεύουσα της Βόρειας Κορέας είναι η Πιονγκγιάνγκ.

Βόρεια Κορέα

noun (side in 1950s Korean War)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Βορειοκορεάτης

noun (person from North Korea)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βορειοκορεάτικος

adjective (of or from North Korea)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My North Korean friend flew back home to visit family this summer.

Βόρεια Μακεδονία

noun (country in the Balkans) (χώρα)

If you want to drive from Greece to Serbia, you need to drive through either North Macedonia or Bulgaria.

Βόρειος Πόλος

noun (Earth's northernmost point)

Βόρεια θάλασσα

noun (part of Atlantic Ocean)

βόρεια ακτή

noun (land at water's north edge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The waves hit the north shore.

βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά

noun (side or aspect facing the north)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shop is on the north side of the street.

βόρεια Ισπανία

noun (northernmost Spanish regions)

πολικός αστέρας

noun (astronomy: polestar, Polaris)

One can distinguish direction at night by following the North Star.

βορινή πλευρά

noun (building: side that faces north)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My bedroom is on the north-facing side of the house and so is always cold.

νότια νοτιοανατολικά

noun (compass direction) (κατεύθυνση στην πυξίδα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νότιος νοτιοανατολικός

adverb (towards this point)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
If you head north-northeast, after a couple of miles you will see a sign for the theme park.

βορειοανατολικός

noun (north-eastern region)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In the northeast there are hundreds of butterfly species.

βορειοανατολικά

noun (compass point: NE)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
The compass pointed to the northeast, toward the river.
Η πυξίδα έδειχνε προς τα βορειοανατολικά, προς το ποτάμι.

βορειοανατολικός

adjective (in, of the northeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have a seaside holiday cottage on the north-east coast.
Έχουμε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό στη βορειοανατολική ακτή.

βορειοανατολικός

adjective (coming from the north east)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This north-east wind is bitterly cold.
Ο βορειανατολικός άνεμος είναι παγωμένος.

βορειοανατολικός

adjective (going towards the northeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boat was on a north-east heading when it collided with the tanker.
Το πλοίο είχε βορειοανατολική πορεία όταν συγκρούστηκε με το δεξαμενόπλοιο.

βορειοδυτικά

noun (north-western region)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
We're traveling to Washington, and other parts of the northwest, for vacation.

βορειοδυτικά

noun (compass point: NW)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
The compass is stuck at northwest.

βορειοδυτικός

adjective (in, of the northwest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cumbria is one of England's northwest counties.

βορειοδυτικός

adjective (coming from the northwest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προς τα βορειοδυτικά

adjective (going towards the northwest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
From London, we took a northwest train as far as Oxford.

βορείως, βόρεια

noun (direction of North Pole)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
True north is not the same as magnetic north.

βορείως, βόρεια

adverb (in the direction of North Pole)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βόρεια

adverb (informal (in the north of the country)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του north στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του north

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.