Τι σημαίνει το modello στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης modello στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του modello στο Ιταλικό.
Η λέξη modello στο Ιταλικό σημαίνει δίνω σχήμα, δίνω μορφή, σχεδιάζω, φτιάχνω, διαμορφώνω, σχηματίζω, σκαλίζω, λαξεύω, κατεργάζομαι, δίνω σχήμα, δίνω κάποιο σχήμα σε κάτι, δίνω σχήμα, φτιάχνω σχέδιο, τυλίγω, σφραγίζω, μοντέλο, δείγμα, υπόδειγμα, μοντέλο, μοτίβο, μοντέλο, υποδειγματικός, μοντέλο, μοντέλο, μοντέλο, πρότυπο, φάρδος, εκδοχή, παράδειγμα, πρότυπο, παράδειγμα, μοντέλο, ο ορισμός, έντυπο, εμπορική ονομασία, μοντέλο, υπόδειγμα, προσχέδιο, μοντέλο, μοντέλο, πρότυπο, δείγμα, πρότυπο, υπόδειγμα, στένσιλ, υπόδειγμα, πρότυπο, πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση, ποικιλία, συνήθεια, μοντέλο, ταιριάζω, είδος, επιτομή, εύπλαστος, ευκολόπλαστος, ακολουθώ, κάνω κυματιστό τελείωμα σε κτ, δίνω κυματιστό τελείωμα σε κτ, διαμορφώνω κτ με βάση κτ, φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης modello
δίνω σχήμα, δίνω μορφήverbo transitivo o transitivo pronominale (dare forma) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha modellato l'argilla per fare una ciotola. Έπλασε τον πηλό ώστε να σχηματίσει ένα ανθοδοχείο. |
σχεδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha modellato un cavallo d'argilla. |
φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha modellato la pasta a forma di omino. Διαμόρφωσε τη ζύμη σε σχήμα μικρού ανθρώπου. |
διαμορφώνω, σχηματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (πλεκτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo aver creato una decorazione all'uncinetto, lavarlo e modellarlo gli darà un aspetto migliore. |
σκαλίζω, λαξεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scultore usa lo scalpello per modellare il marmo. |
κατεργάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel modellò il metallo nella forma che desiderava. |
δίνω σχήμαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ha plasmato la creta con le sue mani. Έπλασε τον πηλό με τα χέρια του. |
δίνω κάποιο σχήμα σε κάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha modellato un uccello con l'argilla. Έδωσε σχήμα πουλιού στον πηλό. |
δίνω σχήμα(legno, metallo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quello scultore tornisce il legno in modo meraviglioso. |
φτιάχνω σχέδιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Io cucio e lei fa il modello. |
τυλίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha lavorato il filo metallico fino a farlo diventare un cappio. |
σφραγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοντέλο, δείγμα, υπόδειγμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo qui è il modello. Devi fare tutto il resto come questo. Αυτό είναι το μοντέλο (or: δείγμα). Πρέπει να φτιάξετε και τα υπόλοιπα σαν κι αυτό. |
μοντέλοsostantivo maschile (per un ritratto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Yolanda ha un lavoro part-time come modella in una classe di disegno dal vivo. |
μοτίβοsostantivo maschile (tipo ideale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Realizza il tuo progetto secondo questo modello. Φτιάξε το σχέδιό σου με βάση αυτό το μοτίβο. |
μοντέλοsostantivo maschile (di auto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La marca dell'auto è Ford, e il modello è Mustang. Αυτό το αυτοκίνητο είναι μάρκας Φορντ, και το μοντέλο είναι Μάστανγκ. |
υποδειγματικόςaggettivo invariabile (segue il sostantivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È sempre stata una figlia modello. Non potevamo sperare di meglio. Ήταν πάντα υποδειγματική κόρη. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. |
μοντέλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo è un primo modello dell'abito da sposa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το μοντέλο της δεκαετίας του '60 έρχεται και πάλι στη μόδα. |
μοντέλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il modello matematico delle fluttuazioni del mercato azionario ha fruttato milioni al matematico. Το μαθηματικό μοντέλο που παρήγαγε ο μαθηματικός σχετικά με τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου τον έκανε πλούσιο. |
μοντέλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il suo modello di universo era complesso con molte equazioni. Το μοντέλο του σύμπαντος που είχε φτιάξει ήταν πολύπλοκο και περιλάμβανε πολλές εξισώσεις. |
πρότυπο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La colonne greche sono state un modello artistico per secoli. |
φάρδοςsostantivo maschile (tessuto: larghezza standard) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La versione scozzese del gaelico non è proprio uguale alla versione irlandese. Η σκωτσέζικη εκδοχή των γαελικών δεν είναι ακριβώς ίδια με την ιρλανδική εκδοχή. |
παράδειγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το μάθημά της αποτελεί παράδειγμα για το πώς πρέπει να διδάσκεται η ιστορία. |
πρότυπο, παράδειγμα(modello) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μοντέλο(femmina) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È una modella e lavora spesso a Milano. Είναι μοντέλο και συχνά δουλεύει στο Μιλάνο. |
ο ορισμός(figurato) (μεταφορικά: με γενική) Julie è sempre stata il ritratto della salute, perciò i suoi amici rimasero sorpresi quando si ammalò all'improvviso. Η Τζούλι αποτελούσε πάντοτε τον ορισμό της καλής υγείας και οι φίλοι της σοκαρίστηκαν όταν ξαφνικά αρρώστησε σοβαρά. |
έντυπο(dichiarazione dei redditi) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho compilato il quadro A della dichiarazione dei redditi per dichiarare le mie spese. |
εμπορική ονομασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dimmi marca, modello e tipo e vedo se posso trovare il prodotto. Πες μου τη μάρκα, το μοντέλο και την εμπορική ονομασία, για να δω αν θα μπορέσω να βρω το προϊόν. |
μοντέλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il plastico mostrava come sarebbe stato il complesso residenziale una volta costruito. Η μακέτα έδειχνε πώς θα ήταν η πολυκατοικία αν χτιζόταν. |
υπόδειγμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Era considerato un modello per tutti i padri, perché faceva tutto ciò che dovrebbe fare un buon padre. Όλοι τον θεωρούσαν πατέρα πρότυπο - έκανε όλα όσα πρέπει να κάνει ένας καλός πατέρας. |
προσχέδιο(tecnico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μοντέλο(maschio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μοντέλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha posato nuda come modella per le lezioni di arte a scuola. Εργαζόταν ως γυμνό μοντέλο για τα καλλιτεχνικά τμήματα στο πανεπιστήμιο. |
πρότυπο, δείγμα(informatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Scarichi il modello di fattura sul computer e lo modifichi. |
πρότυπο, υπόδειγμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dovresti usare questo come modello per lavorare. |
στένσιλsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I bambini hanno usato degli stampi per creare un motivo stellato sulla parete. |
υπόδειγμα, πρότυποsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρότυπο, παράδειγμα προς μίμησηsostantivo maschile (di persona) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un pessimo esempio per le ragazzine che la seguono. Είναι πολύ κακό πρότυπο για εκείνα τα μικρά κορίτσια που τη θαυμάζουν. |
ποικιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo è il tipo (or: genere) di pasta che preferisco. Αυτό είναι το αγαπημένο μου είδος ζυμαρικών. |
συνήθειαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chiedete ai locali come lo fanno e seguite il loro esempio. |
μοντέλο(maschile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La boutique ingaggiò diversi modelli perché indossassero i loro nuovi capi per un servizio fotografico. |
ταιριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quell'abito veste bene. |
είδοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cerco una maglia di un certo tipo. |
επιτομήsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elizabeth è il modello del buon gusto: ogni cosa in casa sua è bellissima. |
εύπλαστος, ευκολόπλαστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (μόδα, ρεύμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il modello è modellato sulla più recente moda parigina. Αυτό το σχέδιο ακολουθεί την τελευταία μόδα στο Παρίσι. |
κάνω κυματιστό τελείωμα σε κτ, δίνω κυματιστό τελείωμα σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il sarto modellò l'orlo della gonna a scaloppina. |
διαμορφώνω κτ με βάση κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho modellato i miei metodi di lavoro su quelli del mio capo. Διαμόρφωσα τον τρόπο της δουλειάς μου με βάση αυτόν του αφεντικού μου. |
φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του modello στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του modello
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.