Τι σημαίνει το mettere da parte στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mettere da parte στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mettere da parte στο Ιταλικό.
Η λέξη mettere da parte στο Ιταλικό σημαίνει βάζω στην άκρη, αφήνω στην άκρη, στοκάρω, αποθηκεύω, φυλάω, μαζεύω, κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη, βάζω στην άκρη, αποθηκεύω, κρύβω, βάζω στην άκρη, αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη, κρύβω, κάνω στην άκρη, κάνω πέρα, βάζω στην άκρη, αποθηκεύω, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, κρύβω, κρατάω, κρατάω, φυλάω, κρατάω, διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει, αποταμιεύω, αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκο, βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάντα, αποθηκεύω, παραλείπω, κρατάω, κρατώ, θεωρώ κτ χαμηλής προτεραιότητας, προσπερνώ, βάζω λεφτά στην άκρη, κάνω οικονομίες, προορίζω, περιθωριοποιώ, ρίχνω τα μούτρα μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mettere da parte
βάζω στην άκρηverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo metto da parte e lo mangio dopo. Θα το βάλω στην άκρη και θα το φάω αργότερα. |
αφήνω στην άκρηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Metti da parte quello che stai facendo: è ora di pranzare. Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό. |
στοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποθηκεύω, φυλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω(figurato: serbare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo cominciato a mettere da parte le verdure per l'inverno. Αρχίσαμε να μαζεύουμε λαχανικά για τον χειμώνα. |
κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: trascurare) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Decise di mettere da parte tutti i pensieri negativi e così divenne una persona più felice. |
βάζω στην άκρη(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha messo da parte i soldi che ha vinto alla lotteria invece di spenderli. |
αποθηκεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo messo da parte delle patate in cantina come scorta per l'inverno. |
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho messo da parte un po' di risparmi per i periodi difficili, perciò il pranzo per me è un vero piacere. |
βάζω στην άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη(figurato: ignorare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mettiamo da parte le nostre differenze per trovare una soluzione comune al problema . Ας αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας για να μπορέσουμε να βρούμε μια λύση για το κοινό μας πρόβλημα. |
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per anni la vecchia signora aveva messo da parte i soldi nelle scatole da scarpe e nei cassetti. Για χρόνια η ηλικιωμένη κυρία έκρυβε τα χρήματά της σε κουτιά παπουτσιών και σε συρτάρια. |
κάνω στην άκρη, κάνω πέραverbo transitivo o transitivo pronominale (relegare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il progetto del nuovo centro commerciale è stato messo da parte; ciò che è necessario è costruire nuove case. Έκαναν στην άκρη τα σχέδια για ένα νέο εμπορικό κέντρο λόγω της ανάγκης κατασκευής εκατοντάδων νέων κατοικιών. |
βάζω στην άκρηverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mettete da parte la torta e cominciate a fare la glassa. Βάλε την τούρτα στην άκρη για να φτιάξουμε την επικάλυψη. |
αποθηκεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho messo via il resto della torta per domani. Φύλαξα το υπόλοιπο γλυκό για αργότερα. |
παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando il marito tornò lei abbandonò il ruolo di principale pilastro della famiglia. |
κρύβω(per il futuro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο γέρος έκρυψε τις αποταμιεύσεις του σε ένα κουτί παπουτσιών. |
κρατάω(δεν χρησιμοποιώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terrò un po’ di questa marmellata per la prossima estate. Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι. |
κρατάω(mettere da parte) (συντηρώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Teniamo il resto del carbone per quando verrà davvero freddo. Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα. |
φυλάω, κρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι για κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Può tenermi da parte questo vestito fino a sabato, quando riceverò i soldi? |
διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει(con un cenno) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποταμιεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian sta cercando di mettere da parte dei soldi per una macchina nuova. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Προσπαθεί να βάλει στην άκρη χρήματα για να αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο. |
αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκοverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Con riluttanza, il team decise di accantonare il progetto poiché non avevano abbastanza fondi per continuare. Η ομάδα αποφάσισε διστακτικά να εγκαταλείψει το πρότζεκτ, καθώς δεν είχαν αρκετά χρήματα για να συνεχίσουν. |
βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάντα(denaro) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποθηκεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo fare scorta di un bel po' di legna per l'inverno. |
παραλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lasciamo perdere le formalità e passiamo subito agli affari. Θα αφήσουμε κατά μέρος τις τυπικότητες και θα ξεκινήσουμε κατευθείαν τη δουλειά. |
κρατάω, κρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim mise da parte due pezzi di torta per sé e Maria da mangiare più tardi, prima di servire il resto agli ospiti. |
θεωρώ κτ χαμηλής προτεραιότητας(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσπερνώ(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προσπέρασε την επιφάνεια και δες τη ρίζα του προβλήματος. |
βάζω λεφτά στην άκρη, κάνω οικονομίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Τζέιν και εγώ κάνουμε οικονομίες για να παντρευτούμε. |
προορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan ha messo da parte dei soldi per la beneficenza. Ο Άλαν προόριζε τα χρήματα για φιλανθρωπικό σκοπό. |
περιθωριοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha cercato di mettere da parte le critiche e riguadagnare la fiducia dell'opinione pubblica. |
ρίχνω τα μούτρα μουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mettere da parte στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mettere da parte
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.