Τι σημαίνει το liberare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης liberare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του liberare στο Ιταλικό.
Η λέξη liberare στο Ιταλικό σημαίνει ανοίξω, καθαρίζω, ανοίγω, απελευθερώνω, εκκενώνω, απαλάσσω, καθαρίζω, αδειάζω, καθαρίζω, απελευθερώνω, ξαλαφρώνω, ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο, χειραφετώ, απελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, εκτονώνω, μαλακώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, απελευθερώνω, χειραφετώ, λύνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, καθαρίζω κτ, ανοίγω, ξεκλειδώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, αποφυλακίζω, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, ξεμπλοκάρω, απελευθερώνω, απαλλάσσω, αφήνω, απελευθερώνω, χειραφετώ, λύνω, ελευθερώνω, απομακρύνω τα άχρηστα, αφήνω ελεύθερο, ξεμπερδεύω, απελευθερώνω, αποδεσμεύω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω, ξετυλίγω, απελευθερώνω, βοηθώ κπ να αποδράσει, αναδίδω, αναδίνω, αδειάζω, λύνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απαλάσσω, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, κάνω λίγο χώρο, ανοίγω δρόμο, απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνη, απελευθερώνω, απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω, αποδεσμεύω, ξεχορταριάζω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, τσεκ άουτ, checkout, απαλλάσσω κπ από κτ, τσεκ άουτ, checkout, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης liberare
ανοίξωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stata operata per liberare l'arteria ostruita. Έκανε εγχείρηση για να του ανοίξουν τη βουλωμένη αρτηρία. |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rilassati e libera la tua mente. |
ανοίγω, απελευθερώνω(δεν υπήρχε διαθεσιμότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκκενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È scattato l'allarme antincendio e tutti hanno dovuto lasciare l'edificio. |
απαλάσσω(diritto) (από κατηγορίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corte ha assolto il sospetto da tutte le accuse. |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli spazzaneve devono sgombrare le strade dalla neve. Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους. |
αδειάζω, καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (προφορικό: ένα μέρος από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha sgomberato la strada dai curiosi. Η αστυνομία απομάκρυνε τους περίεργους από τον δρόμο. |
απελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti ricordi in che anno è stato liberato Nelson Mandela? |
ξαλαφρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo liberare il gommone in fretta prima che affondi! |
ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I cani stavano facendo una tale confusione che li ho liberati nel recinto dei cavalli. |
χειραφετώ, απελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνω, ελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La rivoluzione sessuale ha liberato le donne degli anni '60. |
απελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liberata dalle mie responsabilità, mi sono goduta una settimana sulla spiaggia. |
εκτονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti farti un bel pianto per liberare tutte le emozioni. |
μαλακώνω(τα κόπρανα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy ha preso dei lassativi per liberare il suo intestino. |
απελευθερώνω, ελευθερώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine John non riuscì più a trattenersi e sfogò la sua rabbia dicendo a tutti in ufficio quello che pensava esattamente di loro. Τελικά ο Τζον δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο και εξέφρασε τον θυμό του λέγοντας σε όλους στο γραφείο ακριβώς τι πίστευε για αυτούς. |
ξεμπερδεύω, ξεμπλέκωverbo transitivo o transitivo pronominale (sbrogliare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred lotta sempre per sciogliere i cavi delle sue cuffie. |
απελευθερώνω, χειραφετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (απελευθερώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qualcuno ha slegato i cavalli e questi sono andati via. Κάποιος έλυσε τα άλογα και αυτά έφυγαν. |
ελευθερώνω, απελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha finalmente liberato i prigionieri politici. Τελικά η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους. |
καθαρίζω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (άχρηστα αντικείμενα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo liberare la soffitta da tutte le cianfrusaglie. Πρέπει να καθαρίσουμε τη σοφίτα από όλη αυτή τη σαβούρα. |
ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il medico ha prescritto un nuovo farmaco che lo aiuterà a liberare le arterie. |
ξεκλειδώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le parole sgarbate di sua moglie avevano dato sfogo ad un torrente di rabbia che era andato crescendo per anni dentro William. |
απελευθερώνω, ελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφυλακίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il carcere ha rilasciato il prigioniero dopo quattro anni. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αφού έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματά τους οι τρομοκράτες απελευθέρωσαν (or: ελευθέρωσαν) τους ομήρους. |
αποδεσμεύω, απελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sgancia il freno a mano prima di provare ad accelerare. |
ξεμπλοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yvonne ha usato uno sturalavandini per sbloccare il lavandino della cucina. |
απελευθερώνω, απαλλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνω, χειραφετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il decreto del Presidente emancipò gli schiavi. |
λύνω(τις αλυσίδες αλυσίδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελευθερώνω(από δεσμά, χειροπέδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω τα άχρηστα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mettere in ordine la scrivania può aumentare la propria produttività. |
αφήνω ελεύθεροverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ha lasciato liberi i cani nel mio prato e hanno fatto un bel macello! Έλυσε τα σκυλιά του στο γκαζόν μου και το έκαναν χάλια! |
ξεμπερδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνω, αποδεσμεύω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδεσμεύω, ελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξετυλίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνω(informale: liberare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Decisero di lasciar andare tutti gli ostaggi. Συμφώνησαν ν' απελευθερώσουν όλους τους ομήρους. |
βοηθώ κπ να αποδράσει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ένα από τα μέλη της συμμορίας ήταν στη φυλακή οπότε οι υπόλοιποι τον βοήθησαν να αποδράσει. |
αναδίδω, αναδίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stai lontano da quel container, emana dei fumi pericolosi. |
αδειάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno sgomberato l'edificio da tutti i suoi occupanti. |
λύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cane lottava per liberarsi, così Janine gli tolse il guinzaglio. |
απελευθερώνω, ελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Negli Stati Uniti, gli schiavi sono stati liberati nel 1865. Οι σκλάβοι στην Αμερική απελευθερώθηκαν (or: ελευθερώθηκαν) το 1865. |
απαλάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli elettrodomestici ci hanno liberato da molti di quei noiosi lavori che i nostri nonni erano costretti a fare. Οι οικιακές συσκευές μας απάλλαξαν από πολλές χρονοβόρες δουλειές του σπιτιού που έπρεπε να κάνουν οι παππούδες μας. |
ελευθερώνω κπ/κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (togliere) Non riusciva a liberare la lenza dalle alghe. |
απαλλάσσω κπ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Proprio allora apparve John e mi liberò dalle pesanti borse della spesa. |
απαλλάσσω κπ από κτ
L'arrivo di mio fratello mi sollevò dal compito di badare da solo ai nostri genitori. |
κάνω λίγο χώρο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se liberi un po' di spazio sulla tua scrivania, ci poso sopra il computer. |
ανοίγω δρόμοverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hanno tolto il vecchio boschetto di noci per fare spazio alla circonvallazione. |
απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπverbo transitivo o transitivo pronominale Henry era un uomo molto ordinato e quando si trasferì liberò la casa di Amanda da tutte le cianfrusaglie. // Non siamo ancora riusciti a liberare tutti i bambini dai pidocchi. Ο Χένρι ήταν άνθρωπος της τάξης και όταν μετακόμισε, ξεφορτώθηκε την ακαταστασία από το σπίτι της Αμάντα. |
ελευθερώνω, αποδεσμεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnia di noleggio disse che tutte le automobili erano prenotate, ma che sarebbe stata in grado di liberare una berlina nel pomeriggio. Η εταιρία ενοικίασης είπε ότι όλα τα αυτοκίνητά τους ήταν κρατημένα, αλλά ίσως να μπορούσαν να αποδεσμεύσουν ένα σεντάν το απόγευμα. |
ξεχορταριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima che potessero anche solo pensare di costruire dei ripari, hanno dovuto ripulire il terreno da centinaia di grandi massi. |
απελευθερώνω, ελευθερώνω(κπ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha finalmente rilasciato il prigioniero politico dal carcere. |
τσεκ άουτ, checkout(alberghi) (σε ξενοδοχείο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Controllate attentamente il conto quando lasciate la stanza. Μην ξεχάσεις να εξετάσεις προσεκτικά το λογαριασμό σου κατά την αναχώρηση. |
απαλλάσσω κπ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Tim crede che confessare i suoi peccati lo liberi dalla colpa. Ο Τιμ πιστεύει πως η εξομολόγηση των αμαρτιών του τον απαλλάσσει από την ενοχή. |
τσεκ άουτ, checkout(alberghi) (σε ξενοδοχείο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Bisogna liberare la stanza entro le undici. Το τσεκ άουτ είναι στις 11 πμ. |
απελευθερώνω, ελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Rivoluzione americana ha liberato la popolazione dalla tirannia. |
απελευθερώνω, ελευθερώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il commando ha messo gli ostaggi in salvo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του liberare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του liberare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.