Τι σημαίνει το join στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης join στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του join στο Αγγλικά.

Η λέξη join στο Αγγλικά σημαίνει έρχομαι μαζί, ενώνω, γίνομαι μέλος, συμμετέχω, ενώνομαι, σύνδεση, ενώνομαι, ενώνω, συμμετέχω, συμμετέχω, λαμβάνω μέρος σε , συμμετέχω σε, συμμετέχω, ενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, προσχωρώ σε, εγγράφομαι σε, συνοδεύω, συντροφεύω, ενώνουμε τις δυνάμεις μας, πιάνομαι χέρι χέρι, ενώνω τις δυνάμεις μου,συμπορεύομαι για κοινό σκοπό, Μία από τα ίδια!, μπαίνω στην ουρά, συνδέω, ενώνω, συγκεντρώνω, συνδέω, ενώνω, εγγραφείτε ως μέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης join

έρχομαι μαζί

transitive verb (socially)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going to see a movie tonight. Would you like to join us?
Θα πάμε να δούμε μια ταινία απόψε. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας;

ενώνω

transitive verb (connect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He joined the two puzzle pieces together.
Ένωσε τα δύο κομμάτια του παζλ.

γίνομαι μέλος

transitive verb (become a member of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She joined the chess club.
Γράφτηκε στη λέσχη σκακιστών.

συμμετέχω

transitive verb (participate in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We joined the search for the missing children.
Συμμετείχαμε στην έρευνα για τα εξαφανισμένα παιδιά.

ενώνομαι

(cooperate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Business leaders have joined with the government to fight poverty.
Οι επιχειρηματικοί ηγέτες συνέπραξαν με την κυβέρνηση για να καταπολεμήσουν τη φτώχεια.

σύνδεση

noun (place where things are attached)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The join is where two pieces are connected.

ενώνομαι

intransitive verb (be united)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
These two pieces join.

ενώνω

transitive verb (UK (unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The priest joined the hands of the bride and groom.

συμμετέχω

transitive verb (take part in: an activity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To join our campaign, please sign up at our website.

συμμετέχω

phrasal verb, intransitive (participate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't worry if the discussion has already begun, you may still join in whenever you wish.
Μην ανησυχείς αν η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει. Μπορείς να συμμετάσχεις όποτε θες.

λαμβάνω μέρος σε , συμμετέχω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (participate in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We should ask the other students to join in our activities.
Θα πρέπει να ζητήσουμε από τους μαθητές να λάβουν μέρος στις δραστηριότητές μας.

συμμετέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (participate in) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνω, συνδέω

phrasal verb, transitive, separable (connect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατατάσσομαι, προσχωρώ σε, εγγράφομαι σε

phrasal verb, intransitive (enrol, register)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gym is offering a special to get new clients to join up.

συνοδεύω, συντροφεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (accompany)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνουμε τις δυνάμεις μας

(unite for a common purpose)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All the countries of the world need to join forces to combat global warming. Jackson suggested that we join forces to encourage some of the younger students in the club to speak up during the meetings.
Όλες οι χώρες του κόσμου πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο Τζάκσον πρότεινε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να ενθαρρύνουμε τους νεότερους μαθητές να μιλήσουν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων.

πιάνομαι χέρι χέρι

intransitive verb (clasp one another's hands)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The entire congregation joined hands in prayer.

ενώνω τις δυνάμεις μου,συμπορεύομαι για κοινό σκοπό

verbal expression (figurative (unite) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's join hands and fight for what we believe in! We will join hands with our friends and stand up for our common beliefs.

Μία από τα ίδια!

interjection (in the same situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στην ουρά

verbal expression (UK (wait in line)

συνδέω, ενώνω

(figurative (unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω

(people: gather)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω, ενώνω

(connect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγγραφείτε ως μέλος

interjection (register with our organization)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please join us, and help put an end to hunger in our time.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του join στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του join

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.