Τι σημαίνει το intreccio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης intreccio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intreccio στο Ιταλικό.
Η λέξη intreccio στο Ιταλικό σημαίνει κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες, πλέκω, δένω, πλέκω, υφαίνω, πλέκω, μπλέκω, πλέκω, πλέκω, πλέκω, στρίβω, δένω, πλέκω μαζί, τυλίγω, περιβάλλω, περιβάλλω, τυλίγω, κόμποι, αμμάτιση, ματισιά, πλέξιμο, πλοκή, δίκτυο, πλέγμα, κλείδωμα, μπλέκω, μπερδεύω, καλαθοπλεκτική, πλεκτό καλάμι, πλέκω κλαδιά σε θαμνοφράχτη, πλέκω κτ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης intreccio
κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η Μέιζι πλέκει τα μαλλιά της σε πλεξούδες πριν πάει για τρέξιμο για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της. |
πλέκωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I marinai intrecciarono la corda. Οι ναύτες έπλεξαν το σχοινί μαζί. |
δένω, πλέκωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Intrecciate le estremità libere del cavo e infilatele nel foro. Δέστε τις ελεύθερες άκρες του σχοινιού και τραβήξτε τις προς τα μέσα. |
υφαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Silas stava intrecciando al telaio quando il fabbro bussò al cottage. Ο Σάιλας ύφαινε στον αργαλειό του όταν ο σιδεράς του φώναξε έξω από το σπίτι του. |
πλέκω, μπλέκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daniella intrecciò le dita con le sue. |
πλέκωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλέκωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liam intrecciava il salice in cestini. Ο Λίαμ έπλεξε τις βέργες της ιτιάς και έφτιαξε ένα καλάθι. |
πλέκωverbo transitivo o transitivo pronominale (capelli) (για μαλλιά, σκοινί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Intreccia i fili per fare una corda. |
δένωverbo transitivo o transitivo pronominale (braccia) (μταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I dimostranti hanno intrecciato le braccia per impedire alla polizia di portarli via. Οι διαδηλωτές έδεσαν (or: ένωσαν) τα χέρια τους για να μην μπορέσει η αστυνομία να τους διώξει. |
πλέκω μαζίverbo transitivo o transitivo pronominale Una treccia si fa intrecciando tre sezioni di capelli. |
τυλίγω, περιβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Λευκά σύννεφα τύλιξαν (or: περιέβαλαν) τα βουνά. |
περιβάλλω, τυλίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fumo nero proveniente dall'edificio in fiamme avvolgeva la piazza vicina. |
κόμποιsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il vestito ha un intreccio complicato. |
αμμάτιση, ματισιάsostantivo maschile (corde, fili, ecc.) (σχοινί: σύνδεση με θηλιά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλέξιμοsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'intreccio di questi due filoni della trama è venuto malfatto. Το πλέξιμο των δυο υποθέσεων έγινε αδέξια. |
πλοκή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo libro ha una bellissima trama. Αυτό το βιβλίο έχει καταπληκτική πλοκή. |
δίκτυο, πλέγμα(figurato) (κύκλωμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ognuno di noi è parte di una rete di relazioni. Είμαστε όλοι μέλη ενός δικτύου (or: πλέγματος) γνωριμιών. |
κλείδωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπλέκω, μπερδεύω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλαθοπλεκτικήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλεκτό καλάμιsostantivo femminile (per sedie) (για καρέκλες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλέκω κλαδιά σε θαμνοφράχτηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλέκω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale L'artigiano costruisce i suoi cesti intrecciando steli orizzontali di salice con altri verticali. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intreccio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του intreccio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.