Τι σημαίνει το incidente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης incidente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του incidente στο Ιταλικό.
Η λέξη incidente στο Ιταλικό σημαίνει προσπίπτων, επεισόδιο, θέμα, ατύχημα, δυστύχημα, ατύχημα, σύγκρουση, σύγκρουση, πρόσκρουση, σύγκρουση, πρόσκρουση, τρακάρισμα, ηχογραφημένος σε βινύλιο, χαράζω, ανοίγω, χαράζω, χαράσσω, χαράσσω, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο, σμιλεύω, λαξεύω, γλύφω, χαράζω, χαράσσω, κάνω τομή, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράσσω, αυλακώνω, σκαλίζω, ηχογραφώ, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, χαράσσω, καταγράφω, μαγνητοσκοπώ, χαράζω, μετά από ατύχημα, δυστύχημα, θανατηφόρο ατύχημα, περίεργο ατύχημα, παραλίγο, παρά λίγο, εγκατάλειψη θύματος τροχαίου ατυχήματος, αυτοκινητιστικό ατύχημα, αυτοκινητιστικό ατύχημα, αεροπορικό ατύχημα, διεθνές επεισόδιο, σιδηροδρομικό ατύχημα, μικρο-, ψιλο-, τροχαίο ατύχημα, τροχαίο ατύχημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης incidente
προσπίπτωνaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Il raggio di luce incidente rappresenta l'avanzamento verso un obiettivo. |
επεισόδιοsostantivo maschile (ordine pubblico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La scorsa notte c'è stato uno scontro al bar e la polizia è dovuta intervenire. Έγινε ένα επεισόδιο στο μπαρ χτες βράδυ και χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας. |
θέμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La scappatella del politico è diventato un affare nazionale. |
ατύχημα, δυστύχημα(stradale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vittime dell'incidente stradale sono in ospedale. Τα θύματα του τροχαίου ατυχήματος είναι στο νοσοκομείο. |
ατύχημα(avvenimento inatteso) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C' è stato un incidente in cucina e alcuni piatti si sono rotti. Είχαμε ένα ατύχημα στην κουζίνα και έσπασαν μερικά πιάτα. |
σύγκρουσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύγκρουση, πρόσκρουση(φυσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε κανένας στη σύγκρουση. |
σύγκρουση, πρόσκρουση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo scontro ha fatto un gran fracasso. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η σύγκρουση (or: πρόσκρουση) ήταν μετωπική και απέβη μοιραία. |
τρακάρισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ηχογραφημένος σε βινύλιοverbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
χαράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (medicina) (ιατρική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore ha inciso la bolla per farla drenare. |
χαράζω, χαράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (su vetro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guarda come l'artista usa questa tecnica per incidere il vetro. |
χαράσσω, χαράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Incidere i cavolini di Bruxelles per una cottura più veloce. |
χαράσσω, χαράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È più facile piegare la carta se prima la incidi. |
χαράσσω, χαράζω(pietra) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ronald sta imparando a scolpire il metallo. |
διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sonia ha scritto il nome del suo gruppo preferito sul suo zaino. |
σμιλεύω, λαξεύω, γλύφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαράζω, χαράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'artigiano è specializzato nell'incidere la pietra. |
κάνω τομήverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον, κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il dottore ha inciso il paziente per iniziare la sua operazione. Ο γιατρός έκανε τομή στον ασθενή για να ξεκινήσει την επέμβαση. |
χαράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαράσσω, χαράζω(metalli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yvonne sta incidendo il bell'anello d'argento che sta costruendo. Η Ιβόν χαράζει το όμορφο ασημένιο δαχτυλίδι που φτιάχνει. |
χαράζω, χαράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il rancore aveva scavato delle linee profonde sul viso di Leon. |
χαράζω, χαράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incisore ha impresso le iniziali sulla coppa. |
αυλακώνω, σκαλίζω(calcio del fucile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ηχογραφώverbo transitivo o transitivo pronominale (discografia) (μουσική, ήχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La band ha inciso un nuovo album. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν το ατύχημα. |
χαράσσω, χαράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Furioso nel vedere l'ennesima macchina parcheggiata male, Eugene strisciò le sue chiavi lungo il bordo della macchina graffiandone la vernice. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου. |
χαράζω, χαράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: memoria) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli eventi di quel giorno sarebbero rimasti per sempre impressi nella memoria di Paul. |
καταγράφω, μαγνητοσκοπώverbo transitivo o transitivo pronominale (βίντεο, εικόνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo pronti a registrare. |
χαράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετά από ατύχημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δυστύχημα, θανατηφόρο ατύχημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La chiamata d'emergenza riferì di un incidente mortale fuori dal bar. |
περίεργο ατύχημαsostantivo maschile Ha perso il suo alluce in un incredibile incidente mentre lavorava in giardino. |
παραλίγο, παρά λίγοsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Παρά τρίχα δεν συγκρούστηκαν τα δύο οχήματα. |
εγκατάλειψη θύματος τροχαίου ατυχήματοςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sarebbe stato semplicemente un incidente, ma la fuga del conducente lo ha trasformato in un incidente con omissione di soccorso. |
αυτοκινητιστικό ατύχημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il numero di incidenti stradali è diminuito considerevolmente nell'Europa occidentale negli ultimi 3 anni. |
αυτοκινητιστικό ατύχημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nell'incidente stradale il guidatore è morto e il passeggero ha riportato gravi ferite. |
αεροπορικό ατύχημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un monumento commemora l'incidente aereo del 1981. |
διεθνές επεισόδιο
L'osservazione del Presidente causò quasi un incidente internazionale. |
σιδηροδρομικό ατύχημα
|
μικρο-, ψιλο-
Credo che la discussione che hai avuto con tua moglie sia semplicemente un incidente di percorso. Νομίζω ότι ο τσακωμός που είχες με τη γυναίκα σου ήταν απλά ένα μικροκαυγαδάκι. |
τροχαίο ατύχημαsostantivo maschile Khalid è rimasto ferito in un incidente stradale. |
τροχαίο ατύχημαsostantivo maschile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του incidente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του incidente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.