Τι σημαίνει το inciso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inciso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inciso στο Ιταλικό.

Η λέξη inciso στο Ιταλικό σημαίνει χαράσσω, χαράζω, ηχογραφώ, καταγράφω, μαγνητοσκοπώ, ηχογραφημένος σε βινύλιο, χαράζω, ανοίγω, χαράζω, χαράσσω, χαράσσω, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, χαράσσω, κάνω τομή, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράσσω, αυλακώνω, σκαλίζω, διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο, σμιλεύω, λαξεύω, γλύφω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, που έχει κοπεί, κείμενο σε παρένθεση, χαραγμένου γυαλιού, στον οποίο έγινε τομή, παρένθεση, χαραγμένος, σύμπτωση, σκαλιστός, που έγινε με κόψιμο, χαραγμένος, <div>χαραγμένος στη μνήμη</div><div>(<i>φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός</i>: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο <i>υψηλής νοημοσύνης</i>, <i>άριστης ποιότητας</i> υλικά κλπ.)</div>, γδαρμένος, χαράσσω, χαράζω, επηρεάζω, κόβω, χαρακώνω, χαράζω κτ με κτ, χαράσσω κτ με κτ, χαράζω, χαράσσω, χαράζω κτ σε κτ, χαράσσω κτ σε κτ, χαράζω, χαράσσω, τρυπάω, τρυπώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inciso

χαράσσω, χαράζω

(pietra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ronald sta imparando a scolpire il metallo.

ηχογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (discografia) (μουσική, ήχος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La band ha inciso un nuovo album.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν το ατύχημα.

καταγράφω, μαγνητοσκοπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (βίντεο, εικόνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siamo pronti a registrare.

ηχογραφημένος σε βινύλιο

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (medicina) (ιατρική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dottore ha inciso la bolla per farla drenare.

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (su vetro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guarda come l'artista usa questa tecnica per incidere il vetro.

χαράσσω, χαράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Incidere i cavolini di Bruxelles per una cottura più veloce.

χαράσσω, χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È più facile piegare la carta se prima la incidi.

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artigiano è specializzato nell'incidere la pietra.

κάνω τομή

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον, κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il dottore ha inciso il paziente per iniziare la sua operazione.
Ο γιατρός έκανε τομή στον ασθενή για να ξεκινήσει την επέμβαση.

χαράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαράσσω, χαράζω

(metalli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yvonne sta incidendo il bell'anello d'argento che sta costruendo.
Η Ιβόν χαράζει το όμορφο ασημένιο δαχτυλίδι που φτιάχνει.

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il rancore aveva scavato delle linee profonde sul viso di Leon.

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'incisore ha impresso le iniziali sulla coppa.

αυλακώνω, σκαλίζω

(calcio del fucile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sonia ha scritto il nome del suo gruppo preferito sul suo zaino.

σμιλεύω, λαξεύω, γλύφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαράσσω, χαράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Furioso nel vedere l'ennesima macchina parcheggiata male, Eugene strisciò le sue chiavi lungo il bordo della macchina graffiandone la vernice.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου.

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: memoria) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli eventi di quel giorno sarebbero rimasti per sempre impressi nella memoria di Paul.

χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που έχει κοπεί

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κείμενο σε παρένθεση

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαραγμένου γυαλιού

aggettivo (di vetro)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στον οποίο έγινε τομή

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρένθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'autore menziona la sua malattia in un breve inciso.
Ο συγγραφέας αναφέρει τη δική του ασθένεια σε μια μικρή παρένθεση.

χαραγμένος

(legno, pietra)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σύμπτωση

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκαλιστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έγινε με κόψιμο

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαραγμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

<div>χαραγμένος στη μνήμη</div><div>(<i>φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός</i>: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο <i>υψηλής νοημοσύνης</i>, <i>άριστης ποιότητας</i> υλικά κλπ.)</div>

aggettivo (figurato)

γδαρμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χαράσσω, χαράζω

(pietra) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gioielliere scolpì le iniziali del cliente sul ciondolo.

επηρεάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo stress da lavoro sta incidendo sulla sua vita privata.
Η πίεση από τη δουλειά επηρεάζει την προσωπική του ζωή.

κόβω, χαρακώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ladri gli hanno fatto dei tagli profondi sul viso e sulle mani.

χαράζω κτ με κτ, χαράσσω κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gioielliere ha inciso le iniziali della coppia sull'anello.

χαράζω κτ σε κτ, χαράσσω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (su vetro) (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia ha inciso una fantasia geometrica sul vetro.

τρυπάω, τρυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il chirurgo dell'albero incise il tronco per estrarre qualcosa dal grande acero.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inciso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.