Τι σημαίνει το impedire στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης impedire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impedire στο Ιταλικό.

Η λέξη impedire στο Ιταλικό σημαίνει αποτρέπω, δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, καθιστώ κτ απαγορευτικό, ανατρέπω, ματαιώνω, εμποδίζω, εξουδετερώνω, ανακόπτω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, απαγορεύω, ματαιώνω, αποτρέπω, επιβαρύνω, καθυστερώ, επιβραδύνω, απορρίπτω, καθυστερώ, επιβραδύνω, ελέγχω, κυβερνώ, διέπω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, αποκλεισμός από πλατφόρμα δικτύωσης, αποτρέπω, κόβω τις γέφυρες, αποκλείω από τις πλατφόρμες δικτύωσης, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, εμποδίζω, απαγορεύω, δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ, απαγορεύεται, περιορίζω, περιστέλλω, εμποδίζω, εμποδίζω, εμποδίζω, δεν επιτρέπω, περιορίζω κπ στον χώρο του πανεπιστημίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης impedire

αποτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcuni credono che la pena di morte impedisca il proliferare dei crimini.
Ορισμένοι πιστεύουν πως η θανατική ποινή αποτρέπει τα εγκλήματα.

δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il contratto impediva allo scrittore di ingaggiare un nuovo agente.
Το συμβόλαιο δεν επέτρεπε στον συγγραφέα να προσλάβει νέο ατζέντη.

καθιστώ κτ απαγορευτικό

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le temperature nell'Artide impediscono le coltivazioni.

ανατρέπω, ματαιώνω, εμποδίζω, εξουδετερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La montagna sembra vanificare ogni tentativo di scalarla.

ανακόπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'infortunio impedì il sogno di Ian di diventare un calciatore di prima classe.
Ένας τραυματισμός σταμάτησε τα όνειρα του Ίαν να γίνει ένας κορυφαίος ποδοσφαιριστής.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il Presidente ha fatto appello ai repubblicani affinché la smettano di impedire l'avanzamento del progetto di legge a sostegno dell'economia.
Ο Πρόεδρος ζήτησε από τους Ρεπουμπλικάνους να σταματήσουν να παρεμποδίζουν την εξέλιξη των νομοσχεδίων για την ενίσχυση της οικονομίας.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'albero caduto sta bloccando il traffico.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel 1920 gli Stati Uniti promulgarono una legge che proibiva la produzione e il consumo di alcolici.
Το 1920, οι ΗΠΑ πέρασαν έναν νόμο που απαγόρευε την παραγωγή και κατανάλωση αλκοόλ.

ματαιώνω, αποτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo fu in grado di prevenire l'attentato terroristico usando informazioni di intelligence raccolte dalle spie.

επιβαρύνω

(in senso astratto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pacco pesante gravava sulla schiena di Mary mentre lei saliva sulla collina.

καθυστερώ, επιβραδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'incompetenza del manager ha ostacolato l'avanzamento del progetto.
Η ανικανότητα του μάνατζερ εμπόδιζε την πρόοδο του πρότζεκτ.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fotografo impedì l'uso di oggetti per il servizio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο διαιτητής ακύρωσε 2 γκολ της ομάδας μας.

καθυστερώ, επιβραδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le manette intralciavano il fuggitivo che è stato ricatturato in poco tempo.
Οι χειροπέδες επιβράδυναν τον δραπέτη και έτσι πιάστηκε γρήγορα.

ελέγχω, κυβερνώ, διέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le autorità temono di non poter controllare la reazione alla nuova legge.

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρεμποδίζω, εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fumo arresta la crescita.
Το κάπνισμα καθυστερεί την ανάπτυξή.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il terreno accidentato ha ostacolato l'avanzata degli escursionisti.

αποκλεισμός από πλατφόρμα δικτύωσης

(di oratore con idee estremiste)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αποτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poliziotto le ha impedito di entrare nel palazzo.
Ο αστυνομικός την απέτρεψε από το να μπει στο κτίριο.

κόβω τις γέφυρες

(μεταφορικά)

αποκλείω από τις πλατφόρμες δικτύωσης

(oratore con idee estremiste)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi hanno impedito l'ingresso alla suite presidenziale perché sembravo sospetto.

εμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rifiutandoti di vendere questa terra stai impedendo il progresso.

απαγορεύω

(σε κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I genitori di John gli hanno proibito di uscire nuovamente coi suoi dispettosi amici.
Οι γονείς του Τζον του απαγόρευσαν να περνά άλλο χρόνο με τους ταραχοποιούς φίλους του.

δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le costanti interruzioni impedivano ad Alvin di svolgere il suo lavoro.
Οι συνεχείς διακοπές εμπόδιζαν τον Άλβιν να κάνει τη δουλειά του.

απαγορεύεται

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
A James è stato proibito di uscire con gli amici fino a quando non fossero finiti gli esami.

περιορίζω, περιστέλλω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον από το να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di pallacanestro impedì all'avversario di fare punti.
Ο μπασκετμπολίστας εμπόδισε τον αντίπαλό του να βάλει καλάθι.

εμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La paura non dovrebbe impedire a un agente di svolgere il proprio lavoro.

εμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il portiere ci ha impedito di entrare.
Ο θυρωρός μας εμπόδισε να μπούμε.

δεν επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (vietare [qlcs]) (σε κπ να κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I genitori della ragazza le impedirono di andare al pub.
Οι γονείς της έφηβης της απαγόρεψαν να βγαίνει στην παμπ.

περιορίζω κπ στον χώρο του πανεπιστημίου

(dall'università)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impedire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.