Τι σημαίνει το impazzire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης impazzire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impazzire στο Ιταλικό.
Η λέξη impazzire στο Ιταλικό σημαίνει τρελαίνομαι, τρελαίνομαι, παλαβώνω, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι, παλαβώνω, εκστασιάζομαι, ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος, τρελαίνομαι, παλαβώνω, έξω φρενών, εξαγριωμένος, πήζω, πολύ γοητευτικός, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, τρελαίνομαι με κτ, τρελαίνω, τρελαίνομαι, τρελαίνω, τρελαίνω, τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω, τρελαίνομαι από κτ, εκστασιάζομαι για κτ, ενοχλώ, τρελαίνω, ερεθίζω, πολύ, στέλνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης impazzire
τρελαίνομαιverbo intransitivo (figurato: esultare) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno segnato il gol vincente all'ultimo minuto e i tifosi sono impazziti. |
τρελαίνομαι, παλαβώνωverbo intransitivo (perlopiù figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi sa che sto diventando pazzo; stamattina ho trovato le scarpe da ginnastica nel frigorifero. |
τρελαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρελαίνομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sto impazzendo nel tentativo di barcamenarmi con tutto questo lavoro! Non riesco a trovare l'ultima parola del cruciverba e ciò mi fa impazzire. |
τρελαίνομαι, παλαβώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A volte sentiva come se stesse per impazzire. |
εκστασιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος(figurato, informale) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τρελαίνομαι, παλαβώνωverbo intransitivo (informale, figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fido impazzisce dalla felicità ogni volta che apro una scatoletta di cibo per cani. |
έξω φρενών
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Aspettare in fila mi fa diventare matto. Η αναμονή στην ουρά μου σπάει τα νεύρα (or: μου τη δίνει). |
εξαγριωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quando le proteste iniziavano a diventare violente, i negozianti hanno chiuso i negozi con delle assi per proteggerli dai rivoltosi che davano in escandescenze. |
πήζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cerca di non cagliare il latte quando lo riscaldi. |
πολύ γοητευτικόςlocuzione aggettivale (figurato, informale) |
σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτούverbo transitivo o transitivo pronominale (informale, figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il continuo pianto del bimbo ha fatto uscire di testa James. |
τρελαίνομαι με κτverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) |
τρελαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνομαι(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρελαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anni di abuso di droga sconvolsero il musicista rock. |
τρελαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: di desiderio) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uscivo di testa guardandoti mentre prendevi il sole. |
τρελαίνομαι από κτverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) |
εκστασιάζομαι για κτ
|
ενοχλώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: per la noia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνω(figurato: di desiderio) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il modo in cui baci mi fa impazzire. |
ερεθίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: sessualmente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πολύ(colloquiale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi piace un sacco ma non intendo sposarlo. Μου αρέσει πολύ αλλά δεν θέλω να τον παντρευτώ. |
στέλνωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (αργκό, παλαιό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel film mi fa davvero impazzire! Αυτή η ταινία με έστειλε. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impazzire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του impazzire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.