Τι σημαίνει το frugare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης frugare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frugare στο Ιταλικό.

Η λέξη frugare στο Ιταλικό σημαίνει ψάχνω στα γρήγορα, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψάχνω, ψάχνω να κάνω κτ, ψάχνω, χώνομαι, ερευνώ, ψάχνω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψαχουλεύω, ψαχουλεύω σε κτ, οργώνω, χτενίζω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψαχουλεύω, σκαλίζω για κτ, ψάχνω τροφή, ανακατεύω ψάχνοντας, ψάχνω παντού, ψαχουλεύω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψάχνω στα γρήγορα σε κτ, ψαχουλεύω, ψάχνω μέσα σε κτ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ψάχνω, ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά, αναζητώ, ψάχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης frugare

ψάχνω στα γρήγορα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frugava nella sua borsa alla ricerca del rossetto.
Έψαχνε στην τσάντα της, αναζητώντας το κραγιόν της.

ψάχνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jane frugò nel garage alla ricerca dell'attrezzo adatto.

ψάχνω

verbo intransitivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho rovistato nella mia borsa alla ricerca delle chiavi della mia macchina.
Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου μέσα στην τσάντα μου.

ψαχουλεύω

verbo intransitivo (ψάχνω επίμονα με τα χέρια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rovisterò in giro per vedere se trovo quel vecchio album di foto.

ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fruga tra quelle riviste per vedere se c'è qualche bell'articolo.

ψάχνω να κάνω κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Frugò tra tutte le cianfrusaglie nella sua borsa per trovare una penna.
Έψαχνε να βρει ένα στυλό μέσα σε όλη τη σαβούρα στην τσάντα της.

ψάχνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χώνομαι

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se ne sta sempre a curiosare tra gli affari privati del vicinato.

ερευνώ, ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha frugato nel cassetto alla ricerca di un apriscatole.
'Εψαξε το συρτάρι για να βρει ένα ανοιχτήρι.

ψάχνω, ψαχουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαχουλεύω

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαχουλεύω σε κτ

verbo intransitivo

οργώνω, χτενίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οργώσαμε (or: χτενίσαμε) τη γειτονιά, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τον σκύλο.

ψάχνω, ψαχουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαχουλεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαλίζω για κτ

(μεταφορικά, καθομ)

ψάχνω τροφή

verbo intransitivo (nei rifiuti)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le volpi che vivono nelle città rovistano nei sacchi dell'Immondizia alla ricerca di cibo.
Οι αλεπούδες στις πόλεις ψάχνουν τροφή σε σακούλες απορριμμάτων.

ανακατεύω ψάχνοντας, ψάχνω παντού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter ha rovistato in camera di suo figlio in cerca di sigarette.

ψαχουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frugava nella sua borsa alla ricerca delle chiavi.
Η Σάλι ψαχούλευε την τσάντα της ψάχνοντας τα κλειδιά της.

ψάχνω, ψαχουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω στα γρήγορα σε κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψαχουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω μέσα σε κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho rovistato tra le mie carte ma non riesco a trovare il documento che voleva il mio capo.
Έψαξα τα χαρτιά μου αλλά δεν κατόρθωσα να βρω το έγγραφο που ήθελε το αφεντικό μου.

ψάχνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι για κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha rovistato nella foresta alla ricerca del sospettato, ma non l'ha trovato.
Η αστυνομία χτένισε το δάσος για να βρει τον ύποπτο αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει.

ψάχνω, ψαχουλεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

verbo intransitivo (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il senzatetto rovistava nei cassonetti in cerca di qualcosa da mangiare.

ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά

Gli investigatori hanno rovistato tra gli oggetti recuperati alla ricerca di prove.

αναζητώ, ψάχνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha cercato indizi sugli spostamenti della donna, ma non ha trovato nulla.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frugare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.