Τι σημαίνει το equivalente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης equivalente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του equivalente στο Ιταλικό.
Η λέξη equivalente στο Ιταλικό σημαίνει ισοδύναμος, αντίστοιχος, ανάλογος, ίσος, ίδιος, παρεμφερής, παρόμοιος, -, ομόλογος, ισάξιος, όμοιος, ομοειδής, που συμπίπτει, ισάξιος, που αντιστοιχεί σε κτ, εξισώνομαι, εξομοιώνομαι, συμφωνώ, συμβαδίζω, το ίδιο με, όσο, ισάξιος, ίσος, ίδιος, ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης, γενόσημο φάρμακο, ίσος, ίδιος, που ισοδυναμεί με κτ, ισοδυναμώ με κτ, αγγίζω τα όρια, εξισώνω, εξομοιώνω, ισοδυναμώ, ισοδυναμώ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης equivalente
ισοδύναμοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Peso 127 libbre. Qual è l'equivalente in chilogrammi? Ζυγίζω 127 λίβρες. Ποιο είναι το αντίστοιχο σε κιλά; |
αντίστοιχος, ανάλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nancy ha organizzato talmente bene la filiale che è stata promossa e le hanno chiesto di sviluppare un sistema equivalente per tutti gli uffici della ditta. Η Νάνσυ έκανε τόσο καλή δουλειά με την οργάνωση του υποκαταστήματος, που πήρε προαγωγή και της ζητήθηκε να θέσει σε εφαρμογή ένα αντίστοιχο σύστημα σε όλα τα γραφεία της εταιρείας. |
ίσος, ίδιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho speso dei soldi per una macchina nuova, ma mio marito ha donato una somma equivalente in beneficenza. Ξόδεψα χρήματα για ένα καινούριο αυτοκίνητο, αλλά ο σύζυγός μου έδωσε το ίδιο ποσό σε φιλανθρωπίες. |
παρεμφερής, παρόμοιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le aziende che vendono semi spediscono spesso rimpiazzi equivalenti. Οι εταιρίες που εμπορεύονται σπόρους συχνά στέλνουν παρεμφερή υποκατάστατα. |
-sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Deve esserci l'equivalente di un anno di lavoro da fare qui. Πρέπει να υπάρχει δουλειά ενός χρόνου που πρέπει να γίνει. |
ομόλογος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il diplomatico americano si è incontrato con la sua controparte cinese per discutere il problema. Η Αμερικανή διπλωμάτης συναντήθηκε με τον Κινέζο ομόλογό της για να συζητήσουν το πρόβλημα. |
ισάξιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se non ricevo offerte equivalenti per la macchina, può averla lei. Εάν δεν λάβω ισάξια προσφορά για το αμάξι, μπορείς να το πάρεις. |
όμοιος, ομοειδήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που συμπίπτειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ισάξιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono giocatori alla pari a tal punto che le loro partite sono infinite. Είναι τόσο ισάξιοι ως παίκτες που τα παιχνίδια τους διαρκούν πάρα πολύ. |
που αντιστοιχεί σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ogni zolletta di zucchero equivale a un cucchiaino di zucchero |
εξισώνομαι, εξομοιώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ricchezza e la felicità non si equivalgono. |
συμφωνώ, συμβαδίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le parole e le azioni di Paul raramente corrispondono. Τα λόγια του Πωλ και οι πράξεις του σπάνια συμβαδίζουν. |
το ίδιο με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όσοsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La mia auto nuova costa l'equivalente di un anno di stipendi. Το κόστος του καινούριου αμαξιού μου αντιστοιχεί σε μισθούς ενός χρόνου. |
ισάξιος, ίσος, ίδιοςaggettivo (με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stipendio e indennità qui non sono paragonabili a quelli del mio vecchio lavoro. Τα οφέλη μου σε αυτή τη δουλειά δεν είναι ίδια με αυτά της προηγούμενης. |
ισοδύναμο πλήρους απασχόλησηςsostantivo maschile (εργασία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γενόσημο φάρμακοsostantivo maschile La mia assicurazione copre solo i farmaci generici, non quelli di marca. Η ασφάλειά μου πληρώνει μόνο για γενόσημα φάρμακα, όχι για επώνυμα. |
ίσος, ίδιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In termini di valore, questo vaso equivale a quella brocca. Circa il prezzo, non c'è differenza: sono entrambi equivalenti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όσον αφορά την τιμή δεν υπάρχει διαφορά, είναι ίδια μεταξύ τους. |
που ισοδυναμεί με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nuova legge è equivalente all'omicidio avallato dallo stato. Ο νέος νόμος ισοδυναμεί με επίσημη εγκληματική ενέργεια. |
ισοδυναμώ με κτ
|
αγγίζω τα όρια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το να συνεργαστείς με ένα άτομο που έχει καταδικαστεί για απάτη αγγίζει τα όρια της τρέλας! |
εξισώνω, εξομοιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ισοδυναμώverbo intransitivo (είμαι ίδιος με) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dire queste cose è analogo a un'ingiuria. Το να μιλάς έτσι σχεδόν ισοδυναμεί με συκοφαντία. |
ισοδυναμώ με κτ
La ricchezza non è equivalente all'autorità morale. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του equivalente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του equivalente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.