Τι σημαίνει το emergente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης emergente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emergente στο Ιταλικό.

Η λέξη emergente στο Ιταλικό σημαίνει αναδυόμενος, ανερχόμενος, αναδυόμενος, ανερχόμενος, αναπτυσσόμενος, ανερχόμενος, εξελισσόμενος, αναδύομαι, προκύπτω από κτ, προκύπτω, εμφανίζομαι, σκάω, τα καταφέρνω, μεταδίδομαι, αναγνωρίζομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, βγαίνω, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω, βγαίνω στην επιφάνεια, βγαίνω στην επιφάνεια, έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, ξεπηδώ, ξεπροβάλλω, προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, ξεχωρίζω, ξεπετάγομαι από κτ, εμφανίζομαι, αναπτυσσόμενη χώρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης emergente

αναδυόμενος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La tendenza emergente è che le persone si sposano più tardi.

ανερχόμενος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Gli Answering Machine sono una band emergente inglese.

αναδυόμενος

aggettivo (μεταφορικά)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Al momento ci sono alcune interessanti tecnologie emergenti.

ανερχόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La galleria ha messo in mostra le opere di tre artisti emergenti.
Η γκαλερί φιλοξένησε το έργο τριών ανερχόμενων καλλιτεχνών.

αναπτυσσόμενος

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
L'AD dell'azienda emergente sta lavorando sodo per entrare in nuovi mercati.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της αναπτυσσόμενης επιχείρησης δουλεύει σκληρά για να εισέλθει σε νέες αγορές.

ανερχόμενος, εξελισσόμενος

aggettivo (persona)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Chuck è una stella emergente della musica country.

αναδύομαι

verbo intransitivo (dall'acqua)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκύπτω από κτ

(figurato, presentarsi)

Dopo l'operazione sono emerse numerose complicazioni.
Από την εγχείρηση προέκυψαν αρκετές επιπλοκές.

προκύπτω, εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il processo è stato rinviato quando sono emersi nuovi indizi.
Η δίκη έπρεπε να διακοπεί όταν στοιχεία βγήκαν στο φως νέα αποδεικτικά.

σκάω

(manifestarsi) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα καταφέρνω

(informale: avere successo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Secondo me è abbastanza intelligente per superare la sua disabilità e farcela.
Νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνος για να ξεπεράσει την αναπηρία του και να τα καταφέρει.

μεταδίδομαι, αναγνωρίζομαι

(αισθήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Anche se ha cercato di restare calmo quando il rapinatore ha tirato fuori la pistola, la sua paura trapelava dalla mano tremante.
Παρόλο που προσπάθησε να παραμείνει ήρεμος όταν ο ληστής τράβηξε το όπλο του, ο φόβος του αναγνωρίστηκε εξαιτίας του χεριού του που έτρεμε.

ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con un fruscio nei cespugli è spuntato fuori un riccio.

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι

verbo intransitivo (από κτ, μέσα από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Da un buco nel terreno è spuntata una talpa.
Ένας τυφλοπόντικας ξεπρόβαλλε από μια τρύπα στο χώμα.

ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nuvole si separarono e spuntò il sole.
Έφυγαν τα σύννεφα και βγήκε ο ήλιος.

βγαίνω στην επιφάνεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La palla sparì nel lago, poi emerse qualche momento più tardi.
Η μπάλα εξαφανίστηκε μέσα στη λίμνη κι έπειτα βγήκε στην επιφάνεια λίγα λεπτά αργότερα.

βγαίνω στην επιφάνεια

(figurato) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ned pensava di aver risolto tutti i problemi del programma, ma continuavano ad emergerne di nuovi.
Ο Νεντ πίστευε ότι διόρθωσε όλα τα προβλήματα με το πρόγραμμα, αλλά συνεχώς προέκυπταν νέα.

έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ogni giorno venivano a galla nuovi dettagli circa lo scandalo.
Κάθε μέρα όλο και περισσότερες πληροφορίες για το σκάνδαλο έρχονται στο φως.

εμφανίζομαι

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπηδώ, ξεπροβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα

(domande)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il senatore sapeva che sarebbero uscite delle domande circa la sua campagna.
Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του.

ξεχωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Di tutti i candidati per il posto di lavoro, ce n'era uno che spiccava davvero.
Απ' όλους όσους έκαναν αίτηση για τη δουλειά υπήρχε ένας υποψήφιος που πραγματικά ξεχώριζε.

ξεπετάγομαι από κτ

verbo intransitivo

Il pulcino è finalmente uscito dal guscio.
Το κλωσσόπουλο βγήκε επιτέλους από το αυγό του.

εμφανίζομαι

(emergere, farsi conoscere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I Beatles comparirono sulla scena musicale nei primi anni 60.

αναπτυσσόμενη χώρα

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emergente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.