Τι σημαίνει το effetti στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης effetti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του effetti στο Ιταλικό.

Η λέξη effetti στο Ιταλικό σημαίνει αποτέλεσμα, εμφάνιση, εφέ, φαινόμενο, συνέπεια, επίδραση, επιρροή, τελικό αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, αποτύπωμα, επίδραση, αποτέλεσμα, επίδραση, επιρροή, επίδραση, επιβραδυντικός, ύφασμα twill, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, έξυπνος, ευφυής, που έλαβε εικονική θεραπεία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, με άμεση ισχύ, για να κερδίσω εντυπώσεις, για να τραβήξω την προσοχή, με άμεση ισχύ, αποτρεπτικό αποτέλεσμα, γρήγορη ρίψη μπάλας κατά την οποία η μπάλα ακολουθεί την τροχιά της, ανάποδο φάλτσο, αίτιο και αποτέλεσμα, αλυσιδωτές αντιδράσεις, παρενέργεια, φαινόμενο του θερμοκηπίου, επίδραση εικονικού φαρμάκου, επίδραση πλασίμπο, αλυσιδωτή αντίδραση, ηχητικό εφέ, συνολική, γενική εντύπωση, αέριο του θερμοκηπίου, επιθυμητό αποτέλεσμα, επίδραση της διέδρου, μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος, υπνωτική δράση, παράπλευρη συνέπεια, μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση, σαρωτικό μικροσκόπιο σήραγγας, απαλή εστίαση, spoiler alert, προκαλώ περιστροφή της μπάλας, ενεργώ, λειτουργώ, επιδρώ, αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν, διάχυση του πλούτου προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς, αλληλεπιδρώ, ζωντανεύω, υπό την επήρεια, μαγεμένος, κοκάλινος, υποπροϊόν, παράπλευρη απώλεια, γοητεία που ασκεί κάτι, μουαρέ, επιδρώ σε κπ, επιδρώ, κίνηση κατά την οποία η μπάλα γυρνά προς τα πίσω μετά το χτύπημα, ξενερώνω, ξεμαστουριάζω, στοιχείο κατάδειξης, ντρίμπλα, προσωπικά αντικείμενα, ομβροσκιά, -, -, παθαίνω υδρολίσθηση, ντριμπλάρω, δίνω παλαιωμένη όψη, χτυπάω με ανάποδο φάλτσο, βάφω με χρώματα καμουφλάζ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης effetti

αποτέλεσμα

sostantivo maschile (efficacia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'intervento del governo non ha avuto effetto.
Η παρέμβαση της κυβέρνησης δεν είχε καμία επίδραση.

εμφάνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo trucco crea un effetto delizioso.
Με αυτό το μέικ-απ πετυχαίνετε μια πολύ καλή εμφάνιση.

εφέ

sostantivo maschile (audio, video)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il gruppo ha usato nel suo show degli effetti di luce.
Η μπάντα χρησιμοποίησε ορισμένα εφέ φωτισμού στο σόου.

φαινόμενο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo documento descrive la produzione dell'effetto meccanico.

συνέπεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πριν κάνεις κάτι, σκέψου τα πιθανά αποτελέσματα των πράξεών σου.

επίδραση, επιρροή

(σε κάποιον/κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le sue lamentele non hanno alcun effetto su di me.
Τα παράπονά του δεν έχουν καμία επίδραση πάνω μου.

τελικό αποτέλεσμα

sostantivo maschile (συνέπεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'effetto della mancata osservanza delle procedure di sicurezza può essere un infortunio o la morte.

αποτέλεσμα

(spesso al plurale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Conosci i risultati delle elezioni?
Γνωρίζεις την έκβαση των εκλογών;

αποτύπωμα

(figurato: effetto) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La legislazione ha lasciato traccia nella società per generazioni.

επίδραση

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποτέλεσμα

(συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I miei clienti di solito vedono i risultati già nelle prime settimane!
Οι πελάτες συνήθως μου αρχίζουν να βλέπουν αποτελέσματα μέσα στις πρώτες εβδομάδες!

επίδραση, επιρροή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La relazione ha avuto un vero impatto sul suo modo di pensare.
Η παρουσίαση είχε πραγματικά αντίκτυπο στον τρόπο σκέψης του.

επίδραση

(colloquiale) (από αλκοόλ, καφέ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel liquore ha proprio una bella botta.
Αυτό το μπράντι είναι αρκετά δυνατό.

επιβραδυντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ύφασμα twill

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Reba ha confezionato un nuovo vestito da uno spesso twill marrone.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(suoni, rumori)

έξυπνος, ευφυής

aggettivo (τέχνασμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έλαβε εικονική θεραπεία

aggettivo (medicina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locuzione aggettivale

με άμεση ισχύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

για να κερδίσω εντυπώσεις, για να τραβήξω την προσοχή

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με άμεση ισχύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτρεπτικό αποτέλεσμα

sostantivo maschile

Nonostante ciò che dicono i suoi sostenitori, gli studi dimostrano che l'effetto deterrente della pena di morte è insignificante.

γρήγορη ρίψη μπάλας κατά την οποία η μπάλα ακολουθεί την τροχιά της

sostantivo maschile (baseball) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il lanciatore fece un tiro ad effetto oltre il piatto.

ανάποδο φάλτσο

sostantivo maschile (golf, tennis)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αίτιο και αποτέλεσμα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il principio di causa ed effetto (karma) è un concetto fondamentale del buddismo.

αλυσιδωτές αντιδράσεις

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La rivoluzione tunisina ha scatenato un effetto domino nella regione.

παρενέργεια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tra gli effetti collaterali di questo medicinale ci possono essere nausea e eruzioni cutanee.
Οι παρενέργειες αυτού του φαρμάκου ενδέχεται να περιλαμβάνουν ναυτία και εξανθήματα.

φαινόμενο του θερμοκηπίου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A causa dell'effetto serra, le temperature sono in costante aumento in tutto il pianeta.

επίδραση εικονικού φαρμάκου, επίδραση πλασίμπο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Credeva davvero di trarre beneficio dalle pillole che stava prendendo, ma era soltanto un effetto placebo.

αλυσιδωτή αντίδραση

(μεταφορικά: αρνητικές καταστάσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Quando una persona applaude e tutti gli altri la imitano, entra in azione l'effetto domino.
Όταν ένα άτομο χειροκροτεί και, στη συνέχεια, τον μιμούνται κι άλλοι, τότε μιλάμε για αλλεπάλληλα κύματα χειροκροτημάτων.

ηχητικό εφέ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μια καλή ταινία δράσης χρειάζεται εξαιρετικά ηχητικά εφέ.

συνολική, γενική εντύπωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αέριο του θερμοκηπίου

sostantivo maschile (συνήθως πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Molti paesi hanno acconsentito a diminuire le emissioni di gas serra.
Πολλές χώρες έχουν συμφωνήσει να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

επιθυμητό αποτέλεσμα

sostantivo maschile

Indossare una maschera spaventosa per Halloween ha ottenuto l'effetto desiderato: si sono spaventati tutti.

επίδραση της διέδρου

(ζαργκόν: αεροπορία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος

sostantivo femminile (statistica)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπνωτική δράση

sostantivo maschile

Il suo profumo ha un effetto ipnotico su quelli intorno a lei.

παράπλευρη συνέπεια

sostantivo maschile

L'inflazione può essere un effetto a catena dovuto all'incremento della spesa pubblica.

μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση

sostantivo maschile

σαρωτικό μικροσκόπιο σήραγγας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απαλή εστίαση

sostantivo maschile (fotografia)

spoiler alert

verbo transitivo o transitivo pronominale (trama di un film, di una storia, ecc.) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προκαλώ περιστροφή της μπάλας

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενεργώ, λειτουργώ, επιδρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In mezz'ora le pastiglie hanno fatto effetto e il dolore è scomparso. Il veleno iniziò subito a fare effetto.
Μέσα σε μισή ώρα τα χάπια ενήργησαν (or: επέδρασαν) και ο πόνος εξαφανίστηκε. Το δηλητήριο άρχισε να ενεργεί γρήγορα .

αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάχυση του πλούτου προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς

(economia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gli economisti liberali sostengono che se si permette ai ceti più abbienti di diventare molto ricchi, per l'effetto a cascata ne beneficeranno anche le classi inferiori e tutti saranno più ricchi.

αλληλεπιδρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ζωντανεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπό την επήρεια

avverbio (alcool)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È stato fermato dalla polizia poiché guidava in stato d'ebbrezza.

μαγεμένος

(κυριολεκτικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Non passò molto tempo prima che qualcuno notasse lo strano comportamento dell'uomo irretito.

κοκάλινος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υποπροϊόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παράπλευρη απώλεια

sostantivo maschile (κάτι κακό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Perdere peso è un piacevole effetto collaterale del digiuno in periodo quaresimale.
Το αδυνάτισμα είναι μια ευπρόσδεκτη παρενέργεια του να νηστεύει κανείς τη Σαρακοστή.

γοητεία που ασκεί κάτι

sostantivo maschile (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μουαρέ

sostantivo maschile (moiré) (για ύφασμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επιδρώ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo un paio di bicchieri, quel vino rosso fa davvero effetto.
Μετά από μερικά ποτηράκια, αυτό το κόκκινο κρασί πραγματικά αρχίζει να επιδρά πάνω σου.

επιδρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La droga ha effetto sul sistema nervoso.

κίνηση κατά την οποία η μπάλα γυρνά προς τα πίσω μετά το χτύπημα

(sport) (γκολφ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξενερώνω, ξεμαστουριάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'erba era così forte che mi ci sono volute tre ore per smaltire l'effetto.
Εκείνο το χόρτο ήταν τόσο καλό που μου πήρε 3 ώρες για να ξεμαστουριάσω τελικά.

στοιχείο κατάδειξης

locuzione aggettivale (υπολογιστές, ίντερνετ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ντρίμπλα

sostantivo maschile (sport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giocatore ha effettuato un tiro a effetto per schivare il difensore.

προσωπικά αντικείμενα

sostantivo maschile (quasi esclusivamente al plurale)

ομβροσκιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

preposizione o locuzione preposizionale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È sotto antibiotici.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κάνει δίαιτα.

-

preposizione o locuzione preposizionale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mitch sembrò strano e agitato per tutta la sera, come se fosse sotto l'effetto di qualcosa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παίρνει ναρκωτικά.

παθαίνω υδρολίσθηση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντριμπλάρω

verbo intransitivo (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore ha tirato la palla a effetto attorno a lato del portiere facendo goal.

δίνω παλαιωμένη όψη

verbo transitivo o transitivo pronominale (arredamento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il mobiliere ha dato un effetto invecchiato al comò.

χτυπάω με ανάποδο φάλτσο

(sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il golfista colpì di taglio la palla.

βάφω με χρώματα καμουφλάζ

verbo transitivo o transitivo pronominale (στο πολεμικό ναυτικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gran Bretagna e Stati Uniti verniciavano le proprie navi da guerra con effetto mimetico per confondere il nemico.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του effetti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.