Τι σημαίνει το dirigir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dirigir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirigir στο ισπανικά.

Η λέξη dirigir στο ισπανικά σημαίνει απευθύνω κτ σε κπ, σκηνοθετώ, ρυθμίζω, διευθύνω, σκηνοθετώ, απευθύνω, απευθύνω κτ σε κπ, στρέφω, διοικώ, διευθύνω, διοικώ, διευθύνω, καθοδηγώ, διαχειρίζομαι, διευθύνω, πλοηγώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, προεδρεύω, σχεδιάζω, δρομολογώ, οδηγώ, ηγούμαι, ηγεσία, αρχηγία, κατευθύνω, ηγούμαι, απομακρύνω, οδηγώ, δίνω ώθηση σε κτ, καθοδηγώ, οδηγώ, διαχειρίζομαι, επιβλέπω, επιτηρώ, διοικώ, σχεδιάζω, οργανώνω, επιβλέπω, διοικώ, ηγούμαι, ηγούμαι, στρέφω κτ σε κτ, συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω, δουλεύω, εργάζομαι, οδηγώ, είμαι επικεφαλής, κατευθύνω, πλασάρω, έχω, διευθύνω, σημαδεύω, σκηνοθετώ, απευθύνω κτ σε κπ, ρίχνω φως σε κπ/κτ, επισημαίνω, κάνω κουμάντο, διευθύνω ένα έργο, κακομεταχειρίζομαι, εστιάζω σε κτ, δείχνω το δρόμο, κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω, δίνω λάθος οδηγίες σε κπ, επιβλέπω, δεν διοικώ σωστά, δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής, προσανατολίζω, αποπροσανατολίζω, κτ απευθύνεται σε κτ/κπ, κτ απευθύνεται σε κπ, στρέφομαι, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, γέρνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dirigir

απευθύνω κτ σε κπ

verbo transitivo

O'Neill dirigió sus comentarios a los dueños de las empresas delante de la audiencia.
Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό.

σκηνοθετώ

verbo transitivo (cine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de muchos años de actor, él quería dirigir.

ρυθμίζω

(τροχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El CEO dirigía la compañía.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση).

διευθύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dirigió la orquesta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης.

σκηνοθετώ

verbo transitivo (cine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Quién dirigió Lo que el viento se llevó?

απευθύνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El político dirigió su discurso a los votantes indecisos.

απευθύνω κτ σε κπ

verbo transitivo (envíos, cartas)

¿A quien debo dirigir la carta?
Ποιον να βάλω ως παραλήπτη στο γράμμα;

στρέφω

verbo transitivo (quejas, reclamaciones) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías dirigir tus críticas al responsable.

διοικώ, διευθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tiene capacidad suficiente para manejar la empresa ella sola.

διοικώ, διευθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helena es la que verdaderamente maneja la oficina.

καθοδηγώ

(δίνω οδηγίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo manejo si tú nos diriges.
Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ.

διαχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dirigía la operación del sistema.
Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου.

διευθύνω

verbo transitivo (στη μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él dirigió la orquesta.
Διεύθυνε την ορχήστρα.

πλοηγώ

(βάρκα, πλοίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No es fácil dirigir un barco hacia dentro de ese puerto.
Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι.

διευθύνω, διαχειρίζομαι

(negocio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dirigió su negocio eficientemente.
Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά.

προεδρεύω

verbo transitivo (reunión) (σε συνεδρίαση κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él dirigió la reunión ya que nadie quería hacerlo.
Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε.

σχεδιάζω

(obra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él dirigió la construcción de esos edificios.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ποιος σχεδίασε αυτή τη γέφυρα;

δρομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El protocolo determina cómo el sistema dirige los datos.
Αυτό το πρωτόκολλο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα δρομολογεί τα δεδομένα.

οδηγώ

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estudiantes voluntarios nos dirigieron hasta nuestros asientos.
Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές.

ηγούμαι

(με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Martin dirige el departamento financiero.
Ο Μάρτιν ηγείται του τμήματος χρηματοοικονομικών.

ηγεσία, αρχηγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dirigir no es su punto fuerte. Él es un pensador.
Η ηγεσία (or: αρχηγία) δεν είναι το καλύτερό του. Είναι στοχαστής.

κατευθύνω

(militar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El misil fue dirigido hacia su objetivo.

ηγούμαι

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ese hombre dirige el servicio de bomberos de toda la nación.

απομακρύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El perro pastor dirigió a las ovejas lejos del río.

οδηγώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sacerdote dirige (or: conduce) en oración a la congregación.
Ο ιερέας οδηγεί το εκκλησίασμα σε προσευχή.

δίνω ώθηση σε κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gastar dirige la economía.
Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία.

καθοδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El guía turístico guía a la gente a través de la ciudad.
Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη.

οδηγώ

(κινούμε ή δίνω κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου.

διαχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Quién administra tu sistema informático?
Ποιος διαχειρίζεται το σύστημα των υπολογιστών;

επιβλέπω, επιτηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnathan supervisó la construcción de la nueva cafetería.

διοικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχεδιάζω, οργανώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El principal criminal planeó el robo.

επιβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Superviso un equipo de 5 asistentes editoriales.
Επιβλέπω μια ομάδα πέντε βοηθών σύνταξης.

διοικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El general manda sus tropas muy bien, de manera que ellos hacen lo que él les ordena.
Ο στρατηγός διοικεί καλά τα στρατεύματά του, ώστε να ακολουθούν όλες του τις εντολές.

ηγούμαι

(διευθύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El inspector en jefe conduce la investigación.
Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας.

ηγούμαι

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ex congresista encabezó la investigación.
Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες.

στρέφω κτ σε κτ

Sally orientó sus plantas hacia el sur para que tuviesen la mejor luz.

συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω

(την προσοχή μου σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ahora fijen su atención en el jugador más alto.
Τώρα στρέψε την προσοχή σου στον ψηλότερο παίκτη.

δουλεύω, εργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της.

οδηγώ

(κπ στο να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El interés de Jennifer en los animales la condujo a convertirse en veterinaria.
Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος.

είμαι επικεφαλής

(música)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El director ha encabezado esta orquesta por dos años.
Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια.

κατευθύνω

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Enfocó la luz hacia la entrada.

πλασάρω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los fabricantes lanzan sus productos con vistas a un mercado específico.
Οι παραγωγοί συνήθως πλασάρουν το προϊόν τους σε συγκεκριμένες αγορές.

έχω, διευθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen maneja una empresa de alquiler de herramientas en Birmingham.
Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ.

σημαδεύω

verbo intransitivo (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No apuntes ese cuchillo hacia mí.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί.

σκηνοθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él dirigió a Peter O'Toole en "Lawrence de Arabi"a.

απευθύνω κτ σε κπ

El profesor dirigió sus comentarios a las dos niñas del fondo.

ρίχνω φως σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alumbra la esquina.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί.

επισημαίνω

locución verbal (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría dirigir su atención al gráfico en la parte superior de la página 5 del informe.

κάνω κουμάντο

(coloquial, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pastor puede creer que tiene la sartén por el mango, pero el hombre que toca el órgano es quien verdaderamente dirige la misa.

διευθύνω ένα έργο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακομεταχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El contador manejó mal los fondos.

εστιάζω σε κτ

Un auditor sabe centrarse en los problemas que alberga un reporte financiero.

δείχνω το δρόμο

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω

(μεταφορικά: κπ προς κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres de Ben dirigieron a su hija hacia una carrera en finanzas.
Οι γονείς της Μπεθ την προσανατολίζουν προς μια καριέρα στα οικονομικά.

δίνω λάθος οδηγίες σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como jefa del departamento, Jessie supervisa a un equipo de 12 trabajadores.

δεν διοικώ σωστά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jefe manejó mal a sus empleados y recibió varias quejas.

δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me olvidé cómo llegar al hotel. ¿Alguien podría dirigirme de vuelta, por favor?

προσανατολίζω

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El trabajo de Martín era orientar a los estudiantes nuevos en su primera semana.

αποπροσανατολίζω

(esfuerzos) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κτ απευθύνεται σε κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compañía de televisión dirigió el programa a las adolescentes.
Η τηλεοπτική εταιρεία επέλεξε η εκπομπή να απευθύνεται σε έφηβα κορίτσια.

κτ απευθύνεται σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Debes dirigir esos anuncios a un sector de población más joven.
Πρέπει να προσαρμόσεις αυτές τις διαφημίσεις ώστε να απευθύνονται σε νεότερη πληθυσμιακή ομάδα.

στρέφομαι

(σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellos dirigieron su atención al orador.

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

Llevó la conversación a un tema en particular.

εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω

(μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ex compañeros de trabajo lanzaron terribles acusaciones contra Ray.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του.

γέρνω

(κάτι προς κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alfie dirigió la lámpara hacia el libro.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirigir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του dirigir

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.