Τι σημαίνει το critica στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης critica στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του critica στο Ιταλικό.

Η λέξη critica στο Ιταλικό σημαίνει κριτική, κριτική, κρίση, κριτική, κριτική, πρόκληση, κριτική, παράπονο, χτύπημα, κτύπημα, κριτική, αυστηρή κριτική, δριμεία κριτική, κριτική, επίκριση, μομφή, επίκριση, υποτίμηση, μείωση, κριτική, λιθοβολισμός, κριτική, περιορισμός, συκοφαντία, δυσφήμιση, κριτική βιβλίων, μπηχτή, αποκήρυξη, κατακρίνω, κακολογώ, ασκώ έντονη κριτική, επικρίνω, κατακρίνω, επικρίνω, ψέγω, επιτίθεμαι, λιθοβολώ, θάβω, κριτικάρω, κάνω καυστικά σχόλια, χτυπώ, αποδοκιμάζω, επικρίνω, επιτίθεμαι σε κπ, καταγγέλλω, κατακρίνω, αποδοκιμαστικός, επιτιμητικός, κριτικός, επικριτικός, επικριτικός, κρίσιμος, καθοριστικός, κριτικός, επικριτικός, κριτικός, επικριτής, επικρίτρια, αναλυτής, αναλύτρια, επιτιθέμενος, άμεσος, έκτακτος, κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικός, αποδοκιμαστικός, καθοριστικός, οξύς, δριμύς, γράφω κριτική, επιδεκτικός κριτικής, που έχει πάρει εξαιρετικές κριτικές, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, με την αποδοχή των κριτικών, κριτική σκέψη, κακεντρεχής κριτική, ανάλυση και κριτική λογοτεχνίας, κριτική κειμένου, λογοτεχνική ανάλυση, διθυραμβική κριτική, κρίσιμη μάζα, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, κριτική, εγκώμιο, κρίνω, κακία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης critica

κριτική

(biasimo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La governatrice ricevette numerose critiche per il suo tentativo di alzare le tasse.
Η κυβερνήτης δέχθηκε πολλή κριτική στην προσπάθειά της να αυξήσει τους φόρους.

κριτική

(artistica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack legge la critica letteraria sul giornale della domenica.
Ο Τζακ διαβάζει τη λογοτεχνική κριτική στην κυριακάτικη εφημερίδα.

κρίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'analisi di mia madre sulla mia scrittura è sempre precisa.
Η κριτική της μητέρας μου για τα γραπτά μου είναι πάντα ακριβής.

κριτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sul giornale di oggi c'è una recensione del suo nuovo spettacolo.
Υπάρχει μια κριτική για το νέο του έργο στην εφημερίδα σήμερα.

κριτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόκληση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attrice ha risposto alle critiche sui social con delle scuse.

κριτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jody ricevette molte critiche per la sua decisione di abbandonare il lavoro.

παράπονο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χτύπημα, κτύπημα

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sono stanco delle costanti critiche che ricevo a causa di quello che ho detto.

κριτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La critica di Ben al sindaco non è stata presa bene.

αυστηρή κριτική, δριμεία κριτική

sostantivo femminile (negativa)

Ron stava quasi per piangere dopo le critiche che il tutor aveva fatto alla sua tesi.

κριτική, επίκριση, μομφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il Presidente si è guadagnato critiche per la sua riluttanza ad agire su qualsiasi questione.

επίκριση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποτίμηση, μείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κριτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λιθοβολισμός

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κριτική

(articolo critico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'articolo non parlava molto bene di questa macchina.
Η κριτική δεν έλεγε και πολλά καλά για το αυτοκίνητο.

περιορισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La critica al programma giornaliero di Rob gli causava un forte stress.

συκοφαντία, δυσφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κριτική βιβλίων

sostantivo femminile (di un libro)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Alexandra scrive recensioni di libri per un giornale nazionale.

μπηχτή

(μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποκήρυξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατακρίνω, κακολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth ha detto a Sean: "Non criticare i quiz televisivi, puoi imparare molto."
Ο Σεθ είπε στον Σον, «Μην κατακρίνεις τα τηλεπαιχνίδια. Μπορείς να μάθεις πολλά από αυτά».

ασκώ έντονη κριτική

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bran è costantemente criticato dalla sua compagna. Dovrebbe trovarsi una persona più dolce.

επικρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατακρίνω, επικρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψέγω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non ho potuto criticare la sua esibizione in nessun modo.
Δεν μπορούσα με κανέναν τρόπο να βρω λάθος στην απόδοσή του.

επιτίθεμαι

(verbalmente) (όχι βία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λιθοβολώ

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομ: κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally ha iniziato a criticare i colleghi, e a loro la cosa non piace.

κριτικάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω καυστικά σχόλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Odio andare a trovare la famiglia di mio marito perché mia suocera non fa altro che criticare.

χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando era candidato sindaco Bob criticava tutti i suoi oppositori.
Ως υποψήφιος για δήμαρχος, ο Μπομπ χτύπησε όλους τους αντιπάλους του.

αποδοκιμάζω, επικρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτίθεμαι σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'attrice ha attaccato i critici, li accusa di avere frainteso la sua performance.

καταγγέλλω, κατακρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il critico letterario rimproverò l'autore.

αποδοκιμαστικός, επιτιμητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κριτικός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Molti dei critici hanno apprezzato il film.

επικριτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il professore era critico nei confronti di molti studenti.
Ο καθηγητής ήταν επικριτικός προς πολλούς από τους φοιτητές.

επικριτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρίσιμος, καθοριστικός

aggettivo (situazione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La partita di domani sarà critica per la squadra in difficoltà.

κριτικός

sostantivo maschile (recensore)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Tutti i critici hanno apprezzato il film, ma il pubblico non era d'accordo.
Όλοι οι κριτικοί λάτρεψαν την ταινία, όχι όμως και το κοινό.

επικριτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κριτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il pensiero critico del broker l'ha aiutata a capire quali azioni sarebbero state redditizie a lungo termine.

επικριτής, επικρίτρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I suoi critici lamentano la sua mancanza di lungimiranza.
Οι επικριτές του παραπονιούνται για την έλλειψη διορατικότητάς του.

αναλυτής, αναλύτρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Gli opinionisti sono tutti d'accordo che nessun candidato ha vinto il dibattito di ieri sera.
Όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι κανένας υποψήφιος δεν κέρδισε στη χτεσινοβραδινή συζήτηση.

επιτιθέμενος

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il ministro ha risposto ai suoi detrattori che credeva che la gente fosse a favore del provvedimento.

άμεσος, έκτακτος

aggettivo (η ανάγκη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La famiglia povera aveva estremo bisogno d'aiuto.
Η φτωχή οικογένεια αντιμετώπιζε άμεση ανάγκη.

κρίσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικριτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non le racconto niente perché sembra molto severa.
Δεν της λέω τίποτε γιατί ακούγεται πάντα πολύ επικριτική (or: κριτική).

αποδοκιμαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθοριστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il voto determinante sarà lasciato a Sadie.

οξύς, δριμύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A causa della siccità, la città deve far fronte a una grave carenza d'acqua.
Εξαιτίας της ξηρασίας, η πόλη αντιμετωπίζει οξεία έλλειψη νερού.

γράφω κριτική

(recensioni, commenti, ecc.)

Jessica scrive recensioni di film per il giornale della sua scuola.
Οι Τζέσικα γράφει κριτικές ταινιών για τη σχολική εφημερίδα.

επιδεκτικός κριτικής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει πάρει εξαιρετικές κριτικές

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo ultimo romanzo è stato acclamato dalla critica. È bello quando un film acclamato dalla critica è anche piacevole da vedere.

καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας

aggettivo (για έργο, σχέδιο κλπ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

με την αποδοχή των κριτικών

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo spettacolo fu un successo di critica, ma ciò nonostante pochissimi andarono a vederlo.

κριτική σκέψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oggi gli insegnanti cercano di stimolare gli studenti ad avere una maggiore capacità di pensiero critico.

κακεντρεχής κριτική

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'attore cercava di ignorare le critiche impietose sulla sua performance.

ανάλυση και κριτική λογοτεχνίας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una buona critica letteraria dovrebbe essere informativa e costruttiva.

κριτική κειμένου, λογοτεχνική ανάλυση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διθυραμβική κριτική

sostantivo femminile

Il nuovo musical sbarcò a Broadway con critiche entusiastiche.

κρίσιμη μάζα

sostantivo femminile (fisica nucleare)

καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας

aggettivo (για τη λειτουργία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κριτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγκώμιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il giornale ha pubblicato un articolo elogiativo sul nuovo spettacolo a Broadway.

κρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (letteratura)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In un articolo accademico, il professore ha fatto un'analisi critica del nuovo libro sull'Impero Russo.
Στο άρθρο του επιστημονικού περιοδικού, ο καθηγητής έγραψε κριτική για το νέο βιβλίο για την Ρωσική Αυτοκρατορία.

κακία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non essendo più in grado di sopportare le critiche pungenti dei suoi compagni di classe, Julia è corsa fuori dalla classe.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του critica στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.