Τι σημαίνει το couvrir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης couvrir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του couvrir στο Γαλλικά.
Η λέξη couvrir στο Γαλλικά σημαίνει σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, περιλαμβάνω, καλύπτω, αντικαθιστώ, αναλαμβάνω, διασχίζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, πνίγω, ισοσκελίζω, σβήνω, αντισταθμίζω, φυλάω τα νώτα κπ, εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ, ζευγαρώνω, ζευγαρώνω με κτ, γεφυρώνω, γράφω, καλύπτω, στρώνω, φτάνω από κτ μέχρι κτ, πνίγω, καλύπτω, περνάω, περνώ, καλύπτω, σκεπάζω, πληρώνω το λογαριασμό, ασφαλίζω, κρύβω, έχω διάρκεια, καλύπτω, στρώνω, διαχέομαι σε κτ, πασαλείφω, πασαλείβω, αλείφω με παχιά στρώση, απλώνω παχιά στρώση, παρουσιάζω, σαβανώνω, καλύπτομαι, περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω, παγώνω, θολώνω, θολώνω, σαπουνίζω, βγάζω σπυράκια, σκιάζω, κηλιδωμένος, κάλυμμα κεφαλιού, εξευτελίζομαι, πνίγω κπ στα φιλιά, κρύβομαι σε κτ, επαινώ, καλύπτω όλο το φάσμα, φτερώνω, πτερώνω, το παίζω εκ του ασφαλούς, ντύνομαι καλά, ντύνομαι ζεστά, επιχρυσώνω, βγάζω, καλύπτω όλο το φάσμα του/της, καλύπτω το πρόσωπο, σοβατίζω, επικασσιτερώνω, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, εμφανίζω εξανθήματα, καλύπτω με αχυροσκεπή, καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι, αποκτώ κηλίδες, τυλίγομαι, ντύνομαι ζεστά, πνίγω, δίνω απλόχερα κτ σε κπ, πραγματοποιώ προσάμμωση, κάνω προσάμμωση, πλακοστρώνω, κολακεύω, ντροπιάζω, ματώνω, στρώνω με κεραμίδια, δίδω ένα σωρό, καλύπτω, γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω, φορτώνω, βάζω στέγη, τοποθετώ πάνελ, καλύπτω με δέρμα, καλύπτω κτ με θάμνους, επιμεταλλώνω, βάζω λάσπη σε κτ, καλύπτω κτ με λάσπη, στρώνω χλοοτάπητα, καλύπτω με αχυροσκεπή, περνάω κτ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης couvrir
σκεπάζω, καλύπτω(protéger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Couvre tes épaules pour ne pas sentir l'air froid. Σκέπασε το σώμα σου για να μη σε χτυπάει ο κρύος αέρας. |
καλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses collègues ont essayé de couvrir toutes ses erreurs. Οι συνάδελφοί της προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη της. |
καλύπτω, περιλαμβάνωverbe transitif (figuré : inclure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que le prix du ticket couvre aussi les frais administratifs ? Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές; |
καλύπτωverbe transitif (figuré : frais) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vingt dollars suffiront-ils à couvrir tous les frais ? Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα; |
αντικαθιστώverbe transitif (remplacer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu me couvres un moment, je vais chercher le reste du matériel. Αν μείνεις για λίγο στο πόδι μου, θα φέρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό. |
αναλαμβάνω(un sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pouvez-vous couvrir ces questions à ma place ? |
διασχίζωverbe transitif (voyage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons couvert toute l'Amérique du Sud lors de notre dernier voyage. |
καλύπτω(Journalisme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a couvert la guerre en Irak pour le plus grand journal du pays. |
καλύπτωverbe transitif (avec une arme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Couvre-moi pendant que je vais au bunker suivant. Φύλαγε τα νώτα μου μέχρι να τρέξω στο επόμενο καταφύγιο. |
καλύπτωverbe transitif (jeu, pari) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous avez assez pour couvrir votre pari ? |
καλύπτωverbe transitif (assurance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police d'assurance couvre (or: garantit) les accidents de voiture. |
σκεπάζω, καλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recouvre les restes pour qu'on puisse les manger plus tard. Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ. |
πνίγωverbe transitif (μεταφορικά: ήχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'hélicoptère couvrait les cris des gens en dessous. |
ισοσκελίζωverbe transitif (un déficit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce prêt devrait être suffisant pour couvrir le déficit durant trois bons mois. Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες. |
σβήνωverbe transitif (un feu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντισταθμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian a couvert ses investissements afin de sécuriser son fonds de retraite. Ο Μπράιαν αντιστάθμισε τις επενδύσεις του για να διατηρήσει ασφαλές το συνταξιοδοτικό του κονδύλιο. |
φυλάω τα νώτα κπverbe transitif (protéger [qqn]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκτείνομαι από κτ μέχρι κτverbe transitif (un sujet,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζευγαρώνω(Zoologie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le taureau couvre toutes les vaches de la ferme. Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος. |
ζευγαρώνω με κτverbe transitif (Zoologie) Le taureau couvre toutes les vaches de la ferme. Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος. |
γεφυρώνω(χορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son long mandat d'entraîneur de l'équipe a couvert trois générations. |
γράφωverbe transitif (une distance) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les coureurs cyclistes ont couvert 110 kilomètres aujourd'hui. Η ποδηλατική ομάδα έγραψε σήμερα 112 χιλιόμετρα. |
καλύπτω, στρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άλειψε την κρούστα με αυγό για να την κάνει να γυαλίσει. |
φτάνω από κτ μέχρι κτverbe transitif (idées) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ses idées couvrent la philosophie et l'économie. Οι ιδέες του φτάνουν από τη φιλοσοφία μέχρι τα οικονομικά. |
πνίγωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La menthe a couvert mon persil. |
καλύπτωverbe transitif (με αφίσες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les garçons ont couvert la palissade d'affiches pour le concert. Τα αγόρια γέμισαν το φράχτη με αφίσες για τη διαφήμιση της συναυλίας. |
περνάω, περνώ(λεπτή στρώση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melanie est allée chercher du vernis pour couvrir la vieille table. |
καλύπτω, σκεπάζωverbe transitif (figuré : un son) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληρώνω το λογαριασμό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assurance n'a pas pris en charge ma demande donc j'ai dû moi-même payer les réparations. |
ασφαλίζω(το αυτοκίνητο, το σπίτι κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a assuré sa vie, sa santé et sa voiture avec une même assurance. |
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σε περιόδους πολέμου πολλοί πολίτες πρέπει να σκεπάζουν τα παράθυρά τους για να μην ξέρει ο εχθρός πού να βομβαρδίσει. |
έχω διάρκεια
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sa carrière cinématographique s'est étendue sur quatre décennies. |
καλύπτω, στρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily a recouvert le sol de lino. Η Έμιλι κάλυψε το πάτωμα με λινοτάπητα. |
διαχέομαι σε κτ
|
πασαλείφω, πασαλείβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son visage était couvert de chocolat. |
αλείφω με παχιά στρώση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απλώνω παχιά στρώση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Απλώστε μια παχιά στρώση κρέμας στο πρόσωπό σας αφού πρώτα το καθαρίσετε προσεκτικά. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σαβανώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entrepreneur de pompes funèbres a enveloppé le corps dans un linceul. Ο νεκροθάφτης σαβάνωσε το πτώμα. |
καλύπτομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les visiteurs doivent se couvrir s'ils veulent entrer dans l'église. Οι επισκέπτες πρέπει να καλύψουν τους ώμους και τα πόδια τους, αν επιθυμούν να μπουν στην εκκλησία. |
περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω(figuré) (με έπαινο κλπ., μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι κριτικοί γέμισαν τον συγγραφέα με επαίνους, μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος. |
παγώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θολώνω(fenêtre) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θολώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σαπουνίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω σπυράκια(sur visage : des boutons, une éruption) (εγώ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai mangé trop de sucre et maintenant, j'ai des boutons. Το πρόσωπό μου γέμισε σπυράκια ακριβώς πριν βγω ραντεβού με τον Στιβ! |
σκιάζω(faire de l'ombre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les arbres ombrageaient la cour. |
κηλιδωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάλυμμα κεφαλιούverbe pronominal (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vous devez vous couvrir la tête pour visiter cette église. |
εξευτελίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Essaie de ne pas te déshonorer une nouvelle fois. Il s'est déshonoré en buvant trop au mariage de sa sœur. Ρεζιλεύτηκε μεθώντας πολύ στον γάμο της αδερφής του. |
πνίγω κπ στα φιλιάlocution verbale Je déteste que tata Gussie me couvre de baisers. |
κρύβομαι σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επαινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les professeurs ne tarissent pas d'éloges sur les étudiants qui font toujours leur travail. |
καλύπτω όλο το φάσμα(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φτερώνω, πτερώνωverbe pronominal (για πτηνά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les oisillons se couvrent de plumes au bout de six semaines environ. |
το παίζω εκ του ασφαλούςverbe pronominal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ντύνομαι καλά, ντύνομαι ζεστά
|
επιχρυσώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La broche est en argent fin qui a été dorée (or: couverte d'or). |
βγάζω(de plaques rouges, d'urticaires,...) (σπυριά, εξάνθημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλύπτω όλο το φάσμα του/της
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλύπτω το πρόσωποlocution verbale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est assez courant que les Musulmanes couvrent leur visage en public. |
σοβατίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand nous avons rénové la maison, nous avons couvert l'extérieur de stuc. |
επικασσιτερώνω(μεταλλουργία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον(σε δημοπρασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα. |
εμφανίζω εξανθήματα(personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai des boutons si je mange des oignons. Το δέρμα μου γεμίζει σπυράκια, άμα φάω κρεμμύδια. |
καλύπτω με αχυροσκεπήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les hommes travaillaient pour couvrir le toit de chaume avant la tempête. |
καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ(επιφάνεια με κτ) Enduisez le haut de la tourte d'œuf battu (or: Enduisez l'œuf battu sur le haut de la tourte) avant de l'enfourner. Αλείψτε την επιφάνεια της πίτας με χτυπητό αυγό πριν το ψήσιμο. |
κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι(σε δημοπρασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκτώ κηλίδες(peau) |
τυλίγομαι, ντύνομαι ζεστά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Couvre-toi bien si tu sors : tu ne veux pas attraper froid. Ντύσου ζεστά εάν βγεις έξω, δεν λέει να κρυώσεις. |
πνίγω(μτφ: κπ με κτ, κπ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mère d'Imogen la couvrait de toute son attention. Η μητέρα της Ίμοτζεν την έπνιγε με την προσοχή της. |
δίνω απλόχερα κτ σε κπ(des conseils, des soins,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η γιαγιά της Κάρεν τη γεμίζει με δώρα όποτε την επισκέπτεται. |
πραγματοποιώ προσάμμωση, κάνω προσάμμωσηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont ensablé (or: ont couvert de sable) les dunes artificielles pour faire des plages. Έκαναν προσάμμωση στις τεχνητές ακτές του νησιού για να δημιουργήσουν παραλίες. |
πλακοστρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike a décidé de couvrir le toit d'ardoises au lieu d'utiliser des tuiles. Ο Μάικ αποφάσισε να καλύψει την σκεπή με πλάκες σχιστόλιθου αντί να χρησιμοποιήσει πλακάκια. |
κολακεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ντροπιάζωverbe transitif (déshonorer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses actions ont couvert sa famille de honte. |
ματώνω(un vêtement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les épines m'ont écorché le bras et ont couvert ma manche de sang. Τα αγκάθια έγδαραν το χέρι μου και μάτωσαν το μανίκι μου. |
στρώνω με κεραμίδια(toit) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίδω ένα σωρό(de travail) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le directeur a submergé ses adjoints de travail. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο βασιλιάς έδωσε ένα σωρό βραβεία στους άνδρες του. |
καλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les pneus du camion étaient couverts d'une croûte de boue. Οι ρόδες του φορτηγού είχαν καλυφθεί από λάσπη. |
γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω(κπ/κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La photo montrait les mariés couverts de confettis. Στη φωτογραφία ο γαμπρός και η νύφη ήταν λουσμένοι σε κονφετί. |
φορτώνω(μτφ: κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pluie printanière a couvert les arbres de fruits. Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα. |
βάζω στέγηverbe transitif (Bâtiment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai demandé aux ouvriers combien de temps il leur faudrait pour couvrir la maison. |
τοποθετώ πάνελ(σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλύπτω με δέρμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le forgeron a couvert de cuir la manche du couteau. |
καλύπτω κτ με θάμνουςverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On devrait couvrir les motos de buissons pour les camoufler. |
επιμεταλλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bijoutier a couvert la figurine en pierre de métal. |
βάζω λάσπη σε κτ, καλύπτω κτ με λάσπηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le villageois a couvert sa hutte de paille de boue pour la protéger. |
στρώνω χλοοτάπητα(σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le concepteur de jardin a recommandé au propriétaire de couvrir de gazon le carré situé tout juste devant la maison. |
καλύπτω με αχυροσκεπήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω κτ με κτ(λεπτή στρώση) Oliver a couvert la bibliothèque d'un fini lustré. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του couvrir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του couvrir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.