Τι σημαίνει το croire στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης croire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του croire στο Γαλλικά.
Η λέξη croire στο Γαλλικά σημαίνει πιστεύω, πιστεύω, έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω, τρώω, εμπιστεύομαι, δέχομαι, πιστεύω, θεωρώ, τρώω, χάφτω, έχω θεωρία, θεωρώ, πιστεύω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, πιστεύω, νομίζω, πιστεύω, πιστεύω, απίστευτος, μάγκας, έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ, στο υπογράφω, υποψία, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, κάνω κπ να πιστέψει, εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω, αρνούμαι να πιστέψω, πιστέυω, υιοθετώ τη στάση, έχω πίστη στο Θεό, εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή, πιστεύω, εμπιστεύομαι τυφλά, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, δυσπιστώ, πιστεύω σε κτ/κπ, αμετάπειστος, ανένδοτος, πεποίθηση ότι δικαιούμαι κτ, εμπιστεύομαι, αρνούμαι να αποδεχτώ, προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,, θα μπορούσε, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ, αρνούμαι να πιστέψω, την πατάω, δεν πιστεύω, αναμένω, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, το παίζω, δείχνω, πιστεύω σε κτ, πιστεύω σε κτ, τρέφω αυταπάτες και κάνω κτ, πιστεύω, εξαπατώ, κοροϊδεύω, φαίνεται, αντιλαμβάνομαι, το να συμφωνείς με δύο εντελώς αντίθετες απόψεις, αυτός και κανένας άλλος, παραπλανώ, παρασύρω, είμαι τόσο καλός όσο λένε, πιστεύω, καταλαβαίνω, συμπεραίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης croire
πιστεύωverbe transitif (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dit qu'il l'a vu et je le crois. Είπε ότι το είδε και τον πιστεύω. |
πιστεύωverbe transitif (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne crois jamais la météo à la télé. Ποτέ δεν πιστεύω το δελτίο καιρού της τηλεόρασης. |
έτσι νομίζω, έτσι πιστεύωverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Viendra-t-il demain? Oui, je crois (bien). |
τρώω(καθομ, μτφ: πιστεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le policier n'a pas cru l'histoire du suspect. Ο αστυνομικός δεν έφαγε την ιστορία του υπόπτου. |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jemina croit ce que lui dit son père. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δείχνει εμπιστοσύνη στα λόγια του. |
δέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne peux pas croire en vos explications. Ça n'a aucun sens ! Δεν μπορώ να δεχτώ τη δικαιολογία σου. Δεν είναι λογική. |
πιστεύω, θεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que ce sont des gens très sympathiques. Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι. |
τρώω, χάφτω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Είπε ψέμματα για τα πάντα, αλλά το έκανε τόσο γοητευτικά που εκείνη τα έχαψε όλα. |
έχω θεωρίαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pense que les chats sont plus intelligents que les chiens. |
θεωρώ, πιστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρώ, πιστεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νομίζω(opinion) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense que nous devrions prendre cette route. Peut-être que ce tableau irait mieux sur ce mur, qu'est-ce que tu en penses ? Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que Dieu existe. Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει. |
νομίζω, πιστεύωverbe transitif (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que Tom vient avec nous. Je vais lui demander. Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois qu'il ne pleuvra pas demain, mais je ne suis pas sûr. Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. |
απίστευτοςadjectif (δύσκολα πιστευτός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε. |
μάγκας(αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ(μόνιμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice avait tendance à croire la version des événements donnée par Bill. |
στο υπογράφω(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υποψίαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a tout lieu de croire que l'homme ment. |
πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle est trop naïve : elle croit n'importe quoi ! Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε! |
κάνω κπ να πιστέψει(κάτι ή ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon banquier m'a fait croire que mes placements étaient sûrs. |
εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane a essayé de faire croire à sa mère qu'elle passait la soirée chez une copine, mais celle-ci se souvenait de son adolescence et ne l'a pas cru une seconde. |
αρνούμαι να πιστέψωverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a refusé de croire sa version des évènements. |
πιστέυωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne me croyez pas sur parole, vérifiez par vous-mêmes. |
υιοθετώ τη στάση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω πίστη στο Θεόlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχήverbe transitif indirect (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le Luxembourg croit en ses chances face au Vatican pour le match de ce soir. |
πιστεύωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμπιστεύομαι τυφλά
Ο Πίτερ βασίστηκε στο ότι ο Ρικ του έλεγε την αλήθεια. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'ai pas tout suivi mais en gros, je crois comprendre ce que tu veux dire. |
δυσπιστώverbe transitif (απέναντι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne crois rien de ce que Patrick me dit parce que c'est un grand menteur. |
πιστεύω σε κτ/κπ
Bien qu'elle ait dix ans, elle croit encore aux fées. Αν και είναι 10 χρονών, πιστεύει ακόμα στις νεράιδες. |
αμετάπειστος, ανένδοτος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεποίθηση ότι δικαιούμαι κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les mauvaises habitudes des gens ici viennent du fait qu'ils croient que tout leur est dû (or: qu'ils se croient tout permis). |
εμπιστεύομαιverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρνούμαι να αποδεχτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il refusait d'admettre que sa maladie était incurable. Αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι η ασθένειά του ήταν ανίατη. |
προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon frère m'a fait croire qu'il était malade pour ne pas aller à l'école. |
θα μπορούσε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Avec ce temps froid et humide, c'est comme si c'était l'hiver. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι χειμώνας, με τόσο κρύο και υγρό καιρό. |
κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ(για/ώστε να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρνούμαι να πιστέψωverbe transitif (ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je refuse de croire qu'il s'intéresse uniquement à son argent. |
την πατάω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le fonds d'investissement promettait de gros profits et je me suis fait avoir Το επενδυτικό σχέδιο υποσχόταν τεράστιες αποδόσεις και την πάτησα. |
δεν πιστεύωverbe transitif (κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est pas que je ne te crois pas, mais ton histoire est un peu tirée par les cheveux. |
αναμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je m'attends à ce que notre équipe perde encore. On s'attend à ce que les grandes entreprises maintiennent la capacité des États-Unis à rester compétitifs sur le marché mondial. Αναμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει πάλι. |
έχω εμπιστοσύνη σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το παίζωverbe transitif (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Liam a tenté de nous faire croire qu'il était malade, mais il était clairement en parfaite santé. Ο Λίαμ προσπάθησε να κάνει ότι είναι άρρωστος, αλλά ήταν προφανές ότι δεν ήταν. |
δείχνω(μεταφορικά: ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tout porte à croire que Smith est le meurtrier. Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως ο Σμιθ είναι ο δολοφόνος. |
πιστεύω σε κτ
|
πιστεύω σε κτ
Πιστεύω στο να γίνονται προσφορές σε φιλανθρωπίες, οι οποίες διατηρούν το διοικητικό τους κόστος σε ελάχιστα επίπεδα. |
τρέφω αυταπάτες και κάνω κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne crois pas que ta vie serait meilleure dans une autre ville. |
πιστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) «Να πιστεύεται στο Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας. |
εξαπατώ, κοροϊδεύωlocution verbale (κπ για να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve a fait croire à Joe qu'il devait s'occuper du linge toute la semaine. Ο Στηβ εξαπάτησε τον Τζο για να κάνει τη μπουγάδα όλη την εβδομάδα. |
φαίνεται(ότι έχω κάνει κτ) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je crois bien avoir perdu mon parapluie. Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου. |
αντιλαμβάνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'en déduis que tu as décidé de quitter ton poste. Αντιλαμβάνομαι ότι αποφάσισες να παραιτηθείς από τη θέση σου. |
το να συμφωνείς με δύο εντελώς αντίθετες απόψεις(concept de George Orwell) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτός και κανένας άλλος(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cette fille croit qu'elle est la meilleure. |
παραπλανώ, παρασύρω(ώστε κπ να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι τόσο καλός όσο λένε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιστεύωverbe transitif (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que mon problème avec le tuteur se résoudra tout seul. |
καταλαβαίνω, συμπεραίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois comprendre que tu la détestes. Est-ce que c'est vrai ? |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του croire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του croire
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.