Τι σημαίνει το consentir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης consentir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του consentir στο ισπανικά.

Η λέξη consentir στο ισπανικά σημαίνει συναινώ, συγκατατίθεμαι, λατρεύω, υπεραγαπώ, υποκύπτω, συγκατατίθεμαι, συναινώ, συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ, συναινώ, ανέχομαι, επιτρέπω, δέχομαι, συναινώ, επιτρέπω, ανέχομαι, συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, κακομαθαίνω, ικανοποιώ, υποκύπτω, ενδίδω, καλομαθαίνω, περιποιούμαι, κανακεύω, παραχαϊδεύω, κάνω τη χάρη, απαντώ καταφατικά, συναινώ σε κτ, δείχνω υπερβολική ανοχή, συναινώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης consentir

συναινώ, συγκατατίθεμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de una larga discusión con mi hija, finalmente la consentí y dejé que hiciera lo que quería.

λατρεύω, υπεραγαπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John consiente a su hija y la malcría demasiado.

υποκύπτω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συγκατατίθεμαι, συναινώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tienes menos de 18 años, tus padres o tutores tendrán que consentir.

συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ

El director finalmente consintió los reclamos de los estudiantes.

συναινώ

verbo transitivo (επίσημο: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se dice que el Gobierno consintió la detención ilegal de los manifestantes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι πολλοί οι κάτοικοι της πόλης που θα συναινούσαν σε αύξηση φόρων.

ανέχομαι, επιτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me temo que no podemos justificar tantas ausencias en un mes.

δέχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los protestantes pidieron que fueran liberados los prisioneros, pero el gobierno no accedió.

συναινώ

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Puedes nombrar a alguien más como beneficiario de tu seguro de vida, pero solo si tu esposa accede.
Μπορείς να κάνεις κάποιον άλλο δικαιούχο του της ασφάλειας ζωής σου, αλλά μόνο αν συναινεί η σύζυγός σου.

επιτρέπω, ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El presidente rechazó permitir el uso de unidades de combate.

συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella dijo que nunca había acordado en casarse con el hombre.
Είπε πως δε συμφώνησε (or: συγκατατέθηκε) ποτέ να παντρευτεί τον άντρα αυτόν.

κακομαθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres malcrían a Jack y le dan todo lo que quiere.
Οι γονείς του Τζακ του δίνουν ό,τι θέλει. Τον κακομαθαίνουν.

ικανοποιώ

(τα αισθήματα κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκύπτω, ενδίδω

locución verbal (AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al final consentí a desgano y abandoné la organización.
Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση.

καλομαθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eugenio siempre le lleva el desayuno a la cama a su mujer, le compra regalos y la invita a salir, realmente la mima.
Ο Γιουτζίν πάντα φέρνει στη σύζυγό του πρωινό στο κρεβάτι, της αγοράζει δώρα και τη βγάζει έξω. Πραγματικά την καλομαθαίνει.

περιποιούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre siempre mimó a Max y él nunca tuvo que enfrentarse a las críticas en su vida.

κανακεύω, παραχαϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω τη χάρη

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ella solo quiere tu atención. No la consientas.
Απλά θέλει την προσοχή σου. Μην της κάνεις τη χάρη.

απαντώ καταφατικά

(formal)

El paciente dio su consentimiento para seguir con el tratamiento.

συναινώ σε κτ

locución verbal (επίσημο)

Accedió a que su hijo usara el automóvil.

δείχνω υπερβολική ανοχή

(niños) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No mimes en exceso a Wendy; sólo está buscando atención.

συναινώ

(επίσημο: στο να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ross accedió a someterse al detector de mentiras.
Ο Ρος δέχθηκε να κάνει τεστ αλήθειας.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του consentir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.